Anonymous

ἐξανασπάω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] (s. [[σπάω]]), heraus- u. emporziehen, τινός, aus Etwas, Eur. Phoen. 1139 Bacch. 1108; ἐκ τῶν βάθρων Her. 5, 85.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] (s. [[σπάω]]), heraus- u. emporziehen, τινός, aus Etwas, Eur. Phoen. 1139 Bacch. 1108; ἐκ τῶν βάθρων Her. 5, 85.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξανασπάω''': μέλλ. -άσω, [[ἐξάγω]] τι βιαίως ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, [[ἐκριζόω]], «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.
}}
}}