Anonymous

ἐξανασπάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανασπάω''': μέλλ. -άσω, [[ἐξάγω]] τι βιαίως ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, [[ἐκριζόω]], «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.
|lstext='''ἐξανασπάω''': μέλλ. -άσω, [[ἐξάγω]] τι βιαίως ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, [[ἐκριζόω]], «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tirer du fond de : ἔκ τινος du fond de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνασπάω]].
}}
}}