Anonymous

διαχράομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] ion. auch [[διαχρέομαι]], διαχρέωνται (s. [[χράω]]); 1) fortwährend brauchen, übh. = <b class="b2">brauchen</b>, sich bedienen; häufig bei Her.: ἐσθῆτι 4, 43; οἴνῳ 1, 71; ὀνόματι 1, 171; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 7, 9, 2; τῇ ἀληθείῃ 3, 72. 7, 102; ähnl. ἀρετῇ 7, 102; auch von unangenehmen Dingen, σ υμφορῇ μεγάλῃ, μόρῳ, ὀλέθρῳ, 3, 117. 1, 110. 167. Auch Ar., νόμοις Eccl. 609; λιμῷ ὥςπερ ὄψῳ Xen. Cyr. 1, 5, 12. – 2) c. acc., verbrauchen. <b class="b2">tödten</b>; Her 1. 24; Antiph. 1, 23; Thuc. 3, 36, u. öfter bei Folgdn; [[νόσος]] διαχρωμένη [[σῶμα]], aufreiben, Plut. Pericl. 38. – Sp. = <b class="b2">behandeln</b>; τοῖς ἐναντίοις τὸ [[ἴδιον]] [[δέμας]] Luc. Cyn. 1; ἀνομώτατα αὐτοὺς διεχρήσατο Strab. 6, 1, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] ion. auch [[διαχρέομαι]], διαχρέωνται (s. [[χράω]]); 1) fortwährend brauchen, übh. = <b class="b2">brauchen</b>, sich bedienen; häufig bei Her.: ἐσθῆτι 4, 43; οἴνῳ 1, 71; ὀνόματι 1, 171; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 7, 9, 2; τῇ ἀληθείῃ 3, 72. 7, 102; ähnl. ἀρετῇ 7, 102; auch von unangenehmen Dingen, σ υμφορῇ μεγάλῃ, μόρῳ, ὀλέθρῳ, 3, 117. 1, 110. 167. Auch Ar., νόμοις Eccl. 609; λιμῷ ὥςπερ ὄψῳ Xen. Cyr. 1, 5, 12. – 2) c. acc., verbrauchen. <b class="b2">tödten</b>; Her 1. 24; Antiph. 1, 23; Thuc. 3, 36, u. öfter bei Folgdn; [[νόσος]] διαχρωμένη [[σῶμα]], aufreiben, Plut. Pericl. 38. – Sp. = <b class="b2">behandeln</b>; τοῖς ἐναντίοις τὸ [[ἴδιον]] [[δέμας]] Luc. Cyn. 1; ἀνομώτατα αὐτοὺς διεχρήσατο Strab. 6, 1, 8.
}}
{{ls
|lstext='''διαχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, [[μετὰ]] Δωρ. γ΄ ἑνικοῦ διαχρησεῖται Θεόκρ. 15. 54. Ι. ἀποθ., [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, μεταχειρίζομαι συνεχῶς ἢ συνήθως τι, τῇ αὐτῇ γλώσσῃ Ἡρόδ. 1. 58· τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2. 127· οὐκ οἴνῳ διαχρέονται 1. 71, πρβλ. 2. 77 ἐσθῆτι φοινικηΐῃ 4. 43· τῇ ἀληθείῃ δ., ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν, 3. 72· οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3. 66, πρβλ. 6. 58 ἀρετῇ 7. 102· ἀγνωμοσύνῃ 6. 10· ἀναδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7. 210· -σπάνιον παρ’ Ἀττ., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ., μεταχειρίζομαι τὴν πεῖναν ὡς [[καρύκευμα]] ἢ ἄρτυμα, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12. β) ὡς τὸ Λατ. utor, ἐπὶ παθητικῶν καταστάσεων, συναντῶ, [[περιπίπτω]], [[ὑποφέρω]], συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Λατ. affici morte, Ἡρόδ. 3. 117., 1. 167· αὐχμῷ δ. ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαι διὰ τέλους, [[καταναλίσκω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]], Λατ. conficere, 1. 24, 110, Ἀντιφῶν 113. 45, Θουκ. 1. 126., 3. 36, κτλ. ΙΙ. Παθ., δίδομαι εἰς διαφόρους ὡς [[δάνειον]], κατὰ διακοσίας καὶ τριακοσίας [[ὁμοῦ]] τι [[τάλαντον]] διακεχρημένον Δημ. 817. 1· πρβλ. [[χράω]] (C) Β. 2) παθ., φονεύομαι, Διογ. Λ. 1. 102.
}}
}}