Anonymous

διαχράομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, [[μετὰ]] Δωρ. γ΄ ἑνικοῦ διαχρησεῖται Θεόκρ. 15. 54. Ι. ἀποθ., [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, μεταχειρίζομαι συνεχῶς ἢ συνήθως τι, τῇ αὐτῇ γλώσσῃ Ἡρόδ. 1. 58· τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2. 127· οὐκ οἴνῳ διαχρέονται 1. 71, πρβλ. 2. 77 ἐσθῆτι φοινικηΐῃ 4. 43· τῇ ἀληθείῃ δ., ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν, 3. 72· οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3. 66, πρβλ. 6. 58 ἀρετῇ 7. 102· ἀγνωμοσύνῃ 6. 10· ἀναδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7. 210· -σπάνιον παρ’ Ἀττ., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ., μεταχειρίζομαι τὴν πεῖναν ὡς [[καρύκευμα]] ἢ ἄρτυμα, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12. β) ὡς τὸ Λατ. utor, ἐπὶ παθητικῶν καταστάσεων, συναντῶ, [[περιπίπτω]], [[ὑποφέρω]], συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Λατ. affici morte, Ἡρόδ. 3. 117., 1. 167· αὐχμῷ δ. ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαι διὰ τέλους, [[καταναλίσκω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]], Λατ. conficere, 1. 24, 110, Ἀντιφῶν 113. 45, Θουκ. 1. 126., 3. 36, κτλ. ΙΙ. Παθ., δίδομαι εἰς διαφόρους ὡς [[δάνειον]], κατὰ διακοσίας καὶ τριακοσίας [[ὁμοῦ]] τι [[τάλαντον]] διακεχρημένον Δημ. 817. 1· πρβλ. [[χράω]] (C) Β. 2) παθ., φονεύομαι, Διογ. Λ. 1. 102.
|lstext='''διαχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, [[μετὰ]] Δωρ. γ΄ ἑνικοῦ διαχρησεῖται Θεόκρ. 15. 54. Ι. ἀποθ., [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, μεταχειρίζομαι συνεχῶς ἢ συνήθως τι, τῇ αὐτῇ γλώσσῃ Ἡρόδ. 1. 58· τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2. 127· οὐκ οἴνῳ διαχρέονται 1. 71, πρβλ. 2. 77 ἐσθῆτι φοινικηΐῃ 4. 43· τῇ ἀληθείῃ δ., ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν, 3. 72· οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3. 66, πρβλ. 6. 58 ἀρετῇ 7. 102· ἀγνωμοσύνῃ 6. 10· ἀναδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7. 210· -σπάνιον παρ’ Ἀττ., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ., μεταχειρίζομαι τὴν πεῖναν ὡς [[καρύκευμα]] ἢ ἄρτυμα, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12. β) ὡς τὸ Λατ. utor, ἐπὶ παθητικῶν καταστάσεων, συναντῶ, [[περιπίπτω]], [[ὑποφέρω]], συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Λατ. affici morte, Ἡρόδ. 3. 117., 1. 167· αὐχμῷ δ. ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαι διὰ τέλους, [[καταναλίσκω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]], Λατ. conficere, 1. 24, 110, Ἀντιφῶν 113. 45, Θουκ. 1. 126., 3. 36, κτλ. ΙΙ. Παθ., δίδομαι εἰς διαφόρους ὡς [[δάνειον]], κατὰ διακοσίας καὶ τριακοσίας [[ὁμοῦ]] τι [[τάλαντον]] διακεχρημένον Δημ. 817. 1· πρβλ. [[χράω]] (C) Β. 2) παθ., φονεύομαι, Διογ. Λ. 1. 102.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>ion.</i> [[διαχρέομαι]];<br /><i>f.</i> διαχρήσομαι;<br /><b>I. 1</b> user habituellement de, τινι;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> user de, faire l’expérience de, éprouver (<i>au sens du lat.</i> uti) : συμφορῇ μεγάλῃ HDT éprouver un grand malheur ; ὀλέθρῳ κακίστῳ HDT périr de la mort la plus cruelle;<br /><b>3</b> user de, <i>càd</i> manier, traiter, acc.;<br /><b>II.</b> user jusqu’au bout ; consumer, épuiser ; faire périr, tuer : [[νόσος]] διαχρωμένη PLUT la maladie qui use le corps.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χράομαι]].
}}
}}