Anonymous

ὑπολείπω: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(13_7_1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] übrig lassen; ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od. 16, 50; u. in Prosa, wie Thuc. 6, 10; λόγον 8, 2; Plat. Soph. 332 c u. A.; häufiger pass. mit fut. med., zurück-, übrig gelassen werden, zurück-, übrig bleiben, πέμπτον ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]] Il. 23, 615; ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Od. 7, 230; ὑπολείψομαι [[αὐτοῦ]] 17, 276, u. öfter; Her. 2, 15. 5, 61. 8, 62 u. öfter; τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch. Ag. 73; [[ὁπόταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ Soph. El. 91; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ ποιεῖν Plat. Phaedr. 231 b; dah. hinter Einem zurückbleiben, ihm nachstehen, ursprünglich vom Wettlauf, absolut, Ar. Ran. 1090; κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον Plat. Conv. 174 d; Xen. An. 5, 4,22; τινός, übh. hinter Einem zurückbleiben, oft bei Sp. – Med. hinter sich zurücklassen, ὑπολειπομένους μηδεμίην τῶν νεῶν Her. 6, 7, vgl. 4, 121; ὑπελίπετο μαρτυρίαν εἰς τὸν [[ὕστερον]] λόγον Dem. 28, 1, u. ähnlich ὑπελείπετο γὰρ αὐτῶν [[ἕκαστος]] ἑαυτῷ ἅμα μὲν ῥᾳστώνην, ἅμα δὲ εἴ τι γίγνοιτο ἀναφοράν 18, 219, er ließ sich eine Ausflucht offen. – Auch im Stich lassen, ausgehen, zu mangeln anfangen, dem ἐνδεῖ entsprechend; bei Lys. 27, 1 ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ [[μισθοφορά]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] übrig lassen; ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od. 16, 50; u. in Prosa, wie Thuc. 6, 10; λόγον 8, 2; Plat. Soph. 332 c u. A.; häufiger pass. mit fut. med., zurück-, übrig gelassen werden, zurück-, übrig bleiben, πέμπτον ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]] Il. 23, 615; ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Od. 7, 230; ὑπολείψομαι [[αὐτοῦ]] 17, 276, u. öfter; Her. 2, 15. 5, 61. 8, 62 u. öfter; τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch. Ag. 73; [[ὁπόταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ Soph. El. 91; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ ποιεῖν Plat. Phaedr. 231 b; dah. hinter Einem zurückbleiben, ihm nachstehen, ursprünglich vom Wettlauf, absolut, Ar. Ran. 1090; κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον Plat. Conv. 174 d; Xen. An. 5, 4,22; τινός, übh. hinter Einem zurückbleiben, oft bei Sp. – Med. hinter sich zurücklassen, ὑπολειπομένους μηδεμίην τῶν νεῶν Her. 6, 7, vgl. 4, 121; ὑπελίπετο μαρτυρίαν εἰς τὸν [[ὕστερον]] λόγον Dem. 28, 1, u. ähnlich ὑπελείπετο γὰρ αὐτῶν [[ἕκαστος]] ἑαυτῷ ἅμα μὲν ῥᾳστώνην, ἅμα δὲ εἴ τι γίγνοιτο ἀναφοράν 18, 219, er ließ sich eine Ausflucht offen. – Auch im Stich lassen, ausgehen, zu mangeln anfangen, dem ἐνδεῖ entsprechend; bei Lys. 27, 1 ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ [[μισθοφορά]].
}}
{{ls
|lstext='''ὑπολείπω''': μέλλ. -ψω, ἀφίνω [[ὀπίσω]], ἀφίνω ὡς ὑπόλοιπον, ἀφίνω τι [[περίσσευμα]], [[κρειῶν]] πίνακας..., ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Ὀδ. Π. 50· τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῦν φασι πολεμίους ὑπολειπόντας ἂν ἡμᾶς [[πλεῖν]], οὓς νῦν λέγουσιν οἱ περὶ τὸν Νικίαν, ἠθέλομεν ἀφήσῃ [[ὀπίσω]] ἂν ἐκπλεύσωμεν, Θουκ. 6. 17· τὸν πόλεμον τοῖς παισὶ ὁ αὐτ. 1. 81· οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑπ. τινί, δὲν ἀφίνω εὐκαιρίαν ὑπερβολῆς, Ἰσοκρ. 137Β ὑπ. τινὶ τιμωρεῖσθαι Ἀντιφῶν 129. 14 (περὶ τοῦ ἐν Θουκ. 8, 2 χωρίου: μηδ’ ὑπολείπειν λόγον αὐτοῖς, ὡς κτλ. ὅρα σημ. Arnold καὶ S. T. Blomfield ἐν τόπῳ, ἴδε [[προσέτι]] καὶ τὸν ἡμέτερον Δούκαν). 2) ἐπὶ πραγμάτων, δείκνυμαι [[ὀλίγος]], δὲν εἶμαι [[ἀρκετός]], δὲν ἀρκῶ, ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορὰ Λυσ. 177, κλπ.· ὑπ. τινὰ ὁ [[λόγος]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 11· ― [[οὕτως]] ἀπολ. ὡς εἰ ἀμετάβ., [[ἐκλείπω]], [[ὅταν]] ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 1· ὑπ. [[μέλι]] [[αὐτόθι]] 40. 43· αἱ τρίχες ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 48, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 13. ΙΙ. Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ., ἀφίνομαι [[ὑπόλοιπος]], [[μένω]] [[ὀπίσω]], πέμπτον δ’ ὑπελείπετ’ [[ἄεθλον]] Ἰλ. Ψ. 615· ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Ὀδ. Η. 230, πρβλ. Τ. 1, Ἡρόδ. 1. 105., 2. 15, 86· ἐγὼ δ’ ὑπολείψομαι [[αὐτοῦ]] Ὀδ. Ρ. 276, πρβλ. 282, κλπ.· ὑπολειφθεὶς Ἡρόδ. 5. 61., 8. 67, καὶ Ἀττ. 2) ἐπὶ πράγμ., μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε..., νὰ μὴ μένωσιν ἰσχύοντες, ἐάν..., Θουκ. 3. 44· οὐδὲν ὑπολείπεται, ἀλλ’ ἤ... Πλάτ. Φαῖδρος 321Β. 3) [[μετὰ]] γεν., ὑπολείπομαι τοῦ στόλου, [[μένω]] [[ὀπίσω]] ὡς πρὸς τὴν ἐκστρατείαν, δὲν [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς αὐτήν, Ἡρόδ. 1. 165, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 73. 4) [[μένω]] [[ὀπίσω]], ἀφίνομαι [[ὀπίσω]] ἐν ἀγῶνι δρόμου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1092· ἐπὶ στρατιωτῶν οἵτινες ἐν τῇ πορείᾳ τοῦ στρατοῦ μένουσιν [[ὀπίσω]], ὑπολειφθέντας καὶ οὐ δυναμένους εὑρεῖν τὸ [[ἄλλο]] [[στράτευμα]] οὐδὲ τὰς ὁδοὺς κτλ. Ξεν. Ἀν. 1. 2, 25· καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, τὸν οὖν Σωκράτη ἑαυτῷ πως προσέχοντα τὸν νοῦν κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον Πλάτ. Συμπ. 174D κλπ.· ὑπολειπομένους δὲ μικρὸν τοῦ στόματος τῶν ὁπλιτῶν, ὄντας δὲ ὀλίγον τι [[ὀπίσω]] τῆς κατὰ [[μέτωπον]] γραμμῆς, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22. 5) μεταφορ., εἶμαι κατώτερός τινος, τινός τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 3, πρβλ. 1. 5, 10. 6) ἀπολ., [[φθάνω]] εἰς τὸ [[τέλος]] μου, [[ἐκλείπω]], «τελειώνω», [[ὁπόταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ Σοφ. Ἠλ. 91· [[ὅταν]] ὑπολίπῃ τὸ [[μέλι]] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 43· ὑπ. τὸ [[ὕδωρ]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 9. 11, 3, κλπ. β) [[ὡσαύτως]] φαίνομαι [[κατώτερος]] ἢ ὅσον ἠλπίζετο ἐξ ἐμοῦ, [[μένω]] [[ὀπίσω]], Λυσί. 187. 10. γ) ὑπ. τινα ὁ [[λόγος]], δὲν ἀρκεῖ, ἐκλείπει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 11· ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα ὁ αὐτ. 1. 13, 13. ΙΙΙ. Μέσ., ἀφίνω [[ὀπίσω]] μου, τὰ πρόβατα Ἡρόδ. 4. 121· μηδεμίαν τῶν νέων Ἡρόδ. 6. 7· ὑπ. [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑαυτόν, κρατῶ ὀλίγον [[ὕδωρ]] [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 2. 25· ὑπ. τούτων ὡς χιλίους, ἀφίνω ἀτάφους, Ἡρόδ. 8. 24· ὑπολείπεσθαι αἰτίαν ὡς..., ἀφίνω αἰτίαν κατηγορίας [[ὀπίσω]] [[ἐναντίον]] [[ἐμαυτοῦ]] μὲ τὸ νὰ [[νομίζω]] ὅτι..., Θουκ. 1. 140 (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· [[οὕτως]], ὑπολείπεσθαι ἀναφοράν, ἀφίνω εἰς ἐμαυτὸν μέσα ἐκφυγῆς, Δημ. 301. 23.
}}
}}