3,276,318
edits
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1362.png Seite 1362]] ὁ, 1) eigtl. ein junges Schwein. ein Ferkel; Od. 14, 73; Ar. u. sonst; auch übh. ein Schwein; bei Hipponax, Soph., Ar. Ach. 764 ff. u. sp. D., bes. bei Ioniern auch ἡ [[χοῖρος]], s. Ath. IX, 735 c (Soph. frg. 217); – βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων προέθηκας, Schweinefleisch, Pallad. 23 (IX, 487). – 2) die weibliche Schaam, Comic. oft, wie Ar. Ach. 736 Th. 289 Eccl. 724. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1362.png Seite 1362]] ὁ, 1) eigtl. ein junges Schwein. ein Ferkel; Od. 14, 73; Ar. u. sonst; auch übh. ein Schwein; bei Hipponax, Soph., Ar. Ach. 764 ff. u. sp. D., bes. bei Ioniern auch ἡ [[χοῖρος]], s. Ath. IX, 735 c (Soph. frg. 217); – βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων προέθηκας, Schweinefleisch, Pallad. 23 (IX, 487). – 2) die weibliche Schaam, Comic. oft, wie Ar. Ach. 736 Th. 289 Eccl. 724. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χοῖρος''': ὁ, (ἀλλὰ ἡ, Ἱππῶναξ 3Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 217, Ἀριστοφ. Ἀχ. 764 ἑξ.)· - [[νέος]] [[χοῖρος]], «γουρουνόπουλον» Λατ. porcus, Ὀδ. Ξ. 73, Ἡρόδ. 2. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 781, κλπ.· προσφέρεται ὡς μικροτάτῃ [[θυσία]], Πλάτ. Πολ. 378Α, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 5, Δημ. 1269. 10· ὁ δ’ [[ἴσως]] γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον Ἡνίοχος ἐν «Πολυεύκτῳ» 1· - ἀκολούθως [[καθόλου]], ὡς τὸ ὗς, σῦς, “γουροῦνι”, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖς ἄλλοις Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 7, πρβλ. Μνησίμαχον ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 47, Πλουτ. Κικ. 7, κλπ. 2) ὡς τὸ porcus παρὰ τῷ Οὐάρρωνι R. R. 2. 4, 10, λέγεται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς ποιηταῖς, οἵτινες συνεχῶς παίζουσι μὲ τὴν λέξιν καὶ τὰ σύνθετα αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀρ. 774, κτλ.· - λέγεται ὅτι ἡ [[χρῆσις]] αὕτη ἦτο τῶν Κορινθίων, Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἰχθύς τις τοῦ ποταμοῦ Νείλου, Στράβ. 823, Ἀθήν. 312Α, Γεωπ. (Ἡ Σανσκρ. [[ῥίζα]] [[εἶναι]] gharsh (terere), [[ὅθεν]] ghrish-vis, ghrsh-tis (aper), πρβλ. Ἀρχ. Σκανδ. gris-s (Ἀρχ. Ἀγγλ. gris ἢ grice, gris-kin, πρβλ. τὰ τοπικὰ ὀνόματα τῆς βορείου Ἀγγλίας Grisedale, Grisebeck), [[ὥστε]] ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς λέξεως ἐξέπεσε τὸ s). | |||
}} | }} |