Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνός: Difference between revisions

From LSJ
6_15
(13_7_1)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] ό, der Donnerkeil, Donner mit Blitz verbunden, der krachend einschlägt (also [[βροντή]] und [[στεροπή]] vereint), der treffende Blitzstrahl; νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Od. 23, 330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν 14, 305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12, 416; hier wie bei Hes. u. Folgdn die gewöhnliche Waffe des Zeus, die nach Hes. Th. 141 von den Kyklopen geschmiedet wurde; neben [[βροντή]] Il. 21, 198; neben [[στεροπή]] Hes. Th. 699; [[αἴθων]], [[παμβίας]], Pind. P. 3, 58 N. 9, 24; αἰχματάς P. 1, 5; κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Aesch. Prom. 372; [[πυρφόρος]] Spt. 472; κεραυνοῦ [[βέλος]] 435, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Plat. Tim. 80 c; πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ [[στρατόπεδον]] Xen. Hell. 4, 7, 7; κατασκήπτει εἴς τι Plut. Lyc. 31. – Uebertr., Antiphan. bei Ath. VI, 238 e, wie Antp. Thess. 68 (VII, 692) ὁ παμμάχων [[κεραυνός]], wie auch ein Ptolemäus genannt wird, nach Paus. 1, 16 διὰ τὸ τολμῆσαι [[πρόχειρον]], vgl. auch 10, 19; δεινὸν κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν λεγόντων Plut. Pericl. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] ό, der Donnerkeil, Donner mit Blitz verbunden, der krachend einschlägt (also [[βροντή]] und [[στεροπή]] vereint), der treffende Blitzstrahl; νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Od. 23, 330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν 14, 305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12, 416; hier wie bei Hes. u. Folgdn die gewöhnliche Waffe des Zeus, die nach Hes. Th. 141 von den Kyklopen geschmiedet wurde; neben [[βροντή]] Il. 21, 198; neben [[στεροπή]] Hes. Th. 699; [[αἴθων]], [[παμβίας]], Pind. P. 3, 58 N. 9, 24; αἰχματάς P. 1, 5; κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Aesch. Prom. 372; [[πυρφόρος]] Spt. 472; κεραυνοῦ [[βέλος]] 435, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Plat. Tim. 80 c; πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ [[στρατόπεδον]] Xen. Hell. 4, 7, 7; κατασκήπτει εἴς τι Plut. Lyc. 31. – Uebertr., Antiphan. bei Ath. VI, 238 e, wie Antp. Thess. 68 (VII, 692) ὁ παμμάχων [[κεραυνός]], wie auch ein Ptolemäus genannt wird, nach Paus. 1, 16 διὰ τὸ τολμῆσαι [[πρόχειρον]], vgl. auch 10, 19; δεινὸν κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν λεγόντων Plut. Pericl. 8.
}}
{{ls
|lstext='''κεραυνός''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀστροπελέκι», Λατ. fulmen, νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ὀδ. Ψ. 330· βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνὸν Ξ. 305· Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ Μ. 416· ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]], τὸ [[ὅπλον]] τοῦ [[Διός]], πρβλ. Ἡσ. Θ. 690, 854· χαλκευθεὶς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων, κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 141· τὸν κ. τοῦ Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1538· [[καταιβάτης]] Αἰσχύλ. Πρ. 359· πυρωπὸς [[αὐτόθι]] 668· ὁ [[πυρφόρος]] κ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 445· κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 922· κ. ἀργὴς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1747· [[πτερόεις]] [[αὐτόθι]] 576· [[βέλος]] κεραυνοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 453, Σοφ. Τρ. 1088· ὁ κ. λάμπων πυρὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 395· κ., πτεροφόρον Διὸς [[βέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1714· κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 7, κτλ.· πληθ. κεραυνοὶ Ἡρόδ. 8. 37· ποῖ ποτε κεραυνοὶ [[Διός]]; Σοφ. Ἠλ. 823, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 125· τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Πλάτ. Τίμ. 80C. ― Ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει [[καθόλου]] ἐπὶ βροντῆς καὶ ἀστραπῆς ὡς συνήθως παρ’ Ἄγγλοις ἡ [[λέξις]] thunder. ― ἀλλὰ κυριολεκτικῶς ἐπὶ τοῦ κρότου ἦν ἐν χρήσει ἡ λ. [[βροντή]], Λατ. tonitru, ἐπὶ δὲ τῆς λάμψεως ἡ [[λέξις]] [[ἀστεροπή]], [[στεροπή]], Λατ. fulgur, Ἰλ. Φ. 198, Ἡσ. Θ. 699, πρβλ. Ἐρμάνν. Πονημάτ. 4. σ. 268. II. μεταφορ., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 8· τύπτειν [[κεραυνός]], ἐν τῷ τύπτειν [[κεραυνός]] εἰμι, Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 4· Κεραυνός, ὡς [[ὄνομα]] μεγάλων στρατιωτικῶν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 6.
}}
}}