Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραυνός''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀστροπελέκι», Λατ. fulmen, νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ὀδ. Ψ. 330· βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνὸν Ξ. 305· Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ Μ. 416· ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]], τὸ [[ὅπλον]] τοῦ [[Διός]], πρβλ. Ἡσ. Θ. 690, 854· χαλκευθεὶς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων, κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 141· τὸν κ. τοῦ Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1538· [[καταιβάτης]] Αἰσχύλ. Πρ. 359· πυρωπὸς [[αὐτόθι]] 668· ὁ [[πυρφόρος]] κ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 445· κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 922· κ. ἀργὴς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1747· [[πτερόεις]] [[αὐτόθι]] 576· [[βέλος]] κεραυνοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 453, Σοφ. Τρ. 1088· ὁ κ. λάμπων πυρὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 395· κ., πτεροφόρον Διὸς [[βέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1714· κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 7, κτλ.· πληθ. κεραυνοὶ Ἡρόδ. 8. 37· ποῖ ποτε κεραυνοὶ [[Διός]]; Σοφ. Ἠλ. 823, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 125· τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Πλάτ. Τίμ. 80C. ― Ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει [[καθόλου]] ἐπὶ βροντῆς καὶ ἀστραπῆς ὡς συνήθως παρ’ Ἄγγλοις ἡ [[λέξις]] thunder. ― ἀλλὰ κυριολεκτικῶς ἐπὶ τοῦ κρότου ἦν ἐν χρήσει ἡ λ. [[βροντή]], Λατ. tonitru, ἐπὶ δὲ τῆς λάμψεως ἡ [[λέξις]] [[ἀστεροπή]], [[στεροπή]], Λατ. fulgur, Ἰλ. Φ. 198, Ἡσ. Θ. 699, πρβλ. Ἐρμάνν. Πονημάτ. 4. σ. 268. II. μεταφορ., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 8· τύπτειν [[κεραυνός]], ἐν τῷ τύπτειν [[κεραυνός]] εἰμι, Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 4· Κεραυνός, ὡς [[ὄνομα]] μεγάλων στρατιωτικῶν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 6.
|lstext='''κεραυνός''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀστροπελέκι», Λατ. fulmen, νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ὀδ. Ψ. 330· βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνὸν Ξ. 305· Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ Μ. 416· ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]], τὸ [[ὅπλον]] τοῦ [[Διός]], πρβλ. Ἡσ. Θ. 690, 854· χαλκευθεὶς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων, κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 141· τὸν κ. τοῦ Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1538· [[καταιβάτης]] Αἰσχύλ. Πρ. 359· πυρωπὸς [[αὐτόθι]] 668· ὁ [[πυρφόρος]] κ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 445· κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 922· κ. ἀργὴς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1747· [[πτερόεις]] [[αὐτόθι]] 576· [[βέλος]] κεραυνοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 453, Σοφ. Τρ. 1088· ὁ κ. λάμπων πυρὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 395· κ., πτεροφόρον Διὸς [[βέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1714· κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 7, κτλ.· πληθ. κεραυνοὶ Ἡρόδ. 8. 37· ποῖ ποτε κεραυνοὶ [[Διός]]; Σοφ. Ἠλ. 823, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 125· τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Πλάτ. Τίμ. 80C. ― Ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει [[καθόλου]] ἐπὶ βροντῆς καὶ ἀστραπῆς ὡς συνήθως παρ’ Ἄγγλοις ἡ [[λέξις]] thunder. ― ἀλλὰ κυριολεκτικῶς ἐπὶ τοῦ κρότου ἦν ἐν χρήσει ἡ λ. [[βροντή]], Λατ. tonitru, ἐπὶ δὲ τῆς λάμψεως ἡ [[λέξις]] [[ἀστεροπή]], [[στεροπή]], Λατ. fulgur, Ἰλ. Φ. 198, Ἡσ. Θ. 699, πρβλ. Ἐρμάνν. Πονημάτ. 4. σ. 268. II. μεταφορ., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 8· τύπτειν [[κεραυνός]], ἐν τῷ τύπτειν [[κεραυνός]] εἰμι, Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 4· Κεραυνός, ὡς [[ὄνομα]] μεγάλων στρατιωτικῶν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />foudre ; [[οἱ]] κεραυνοί éclats de la foudre, les foudres.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. ; apparenté à [[κεραΐζω]] -- Babiniotis cf. <i>skr.</i> śrná-ti « frapper ».
}}
}}