Anonymous

ἐνδύναμος: Difference between revisions

From LSJ
6_16
(b)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0836.png Seite 836]] stark, kräftig, Sp. ouch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0836.png Seite 836]] stark, kräftig, Sp. ouch adv.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνδύναμος''': -ον, [[ἰσχυρός]], δυνατόν, συγγράμματα... ἐνδύναμα ῥήμασιν, ἔργῳ δὲ ἀμήχανα κτλ. Θεμίστ. 446, 25, Ἄννα Κομν. 13. σ. 407Β, Εὐστ. Ἰλ. σ. 655, 32, Λοβ. Φρύν. 605. - Ἐπίρρ. ἐνδυνάμως, Ἀμμώνιος σ. 87 ἐν ὑποσημ. 23, ἔκδ. Valcken.
}}
}}