ἐνδύναμος
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
[ῠ], ον, mighty, Ps.-Ptol.Centil.38, Them.Or.34p.446Dind. Adv. ἐνδυνάμως Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
1 fuerte, potente, vigoroso, ἀνήρ Eust.655.32
•subst. τὸ ἐνδύναμον = poder, fuerza, vigor τοῦ ἥρωος Eust.655.30, cf. 708.33
•astrol., poderoso, que ejerce influencia sobre otros astros ἀστήρ Heph.Astr.2.19.10, de un planeta ὁ Ἑρμῆς Ps.Ptol.Centil.38
•mág. poderoso, que tiene poderes mágicos ἐνδόκησον ἰσχυρὰν ταύτην (βοτάνην) καὶ ἐνδύναμον καὶ δραστικωτάτην εἶναι Thessal.196.11.
2 ret. intenso, conmovedor τὰ μὲν συγγράμματα ... εὑρήσεις ἐνδύναμα ῥήμασιν hallarás sus escritos eficaces por sus palabras Them.Or.34.446
•subst. τὸ ἐνδύναμον = fuerza, intensidad ὅταν ... τὰ πράγματα ... ἢ τὴν τέρψιν ἢ τὸ ἐνδύναμον ἔχωσιν en un discurso, Tz.Ex.122.21L., cf. Steph.in Rh.298.3.
German (Pape)
[Seite 836] stark, kräftig, Sp. ouch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδύναμος: -ον, ἰσχυρός, δυνατόν, συγγράμματα... ἐνδύναμα ῥήμασιν, ἔργῳ δὲ ἀμήχανα κτλ. Θεμίστ. 446, 25, Ἄννα Κομν. 13. σ. 407Β, Εὐστ. Ἰλ. σ. 655, 32, Λοβ. Φρύν. 605. - Ἐπίρρ. ἐνδυνάμως, Ἀμμώνιος σ. 87 ἐν ὑποσημ. 23, ἔκδ. Valcken.
Greek Monolingual
ἐνδύναμος, -ον (AM)
δυνατός, ισχυρός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ἐνδύναμον
δύναμη, εγκυρότητα.