Anonymous

ἄκοπος: Difference between revisions

From LSJ
6_16
(13_6a)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] 1) unermüdlich, ἵππον ἀκοπώτερον παρέχειν Xen. Equ. 1, 6; vgl. Plat. Legg. VII, 789 d. – 2) nicht ermüdend, [[ὄχησις]] Plat. Tim. 89 a; compar., περίπατοι ἀκοπώτεροι, weniger ermüdend, erfrischender, Phaedr. 227 a. Dah. τὸ ἄκοπον, Stärkungsmittel, Luc. Alex. 22 u. Medic. – 3) unbeschädigt, von Würmern, Arist. Probl. 14, 2; Ath. III, 83 d; Theophr. von [[σῖτος]], u. so ἀκόπως ἔχει, unbeschädigt bleiben, [[ἀνήρ]] Amips. in B. A. 365, neben [[οὔπω]] ἠνωχλημένος ὑπό τινος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] 1) unermüdlich, ἵππον ἀκοπώτερον παρέχειν Xen. Equ. 1, 6; vgl. Plat. Legg. VII, 789 d. – 2) nicht ermüdend, [[ὄχησις]] Plat. Tim. 89 a; compar., περίπατοι ἀκοπώτεροι, weniger ermüdend, erfrischender, Phaedr. 227 a. Dah. τὸ ἄκοπον, Stärkungsmittel, Luc. Alex. 22 u. Medic. – 3) unbeschädigt, von Würmern, Arist. Probl. 14, 2; Ath. III, 83 d; Theophr. von [[σῖτος]], u. so ἀκόπως ἔχει, unbeschädigt bleiben, [[ἀνήρ]] Amips. in B. A. 365, neben [[οὔπω]] ἠνωχλημένος ὑπό τινος.
}}
{{ls
|lstext='''ἄκοπος''': -ον, [[ἄνευ]] κόπου, [[ἑπομένως]], Ι. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς κόπωσιν, ἀκούραστος, κατακινεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 789D. 2) ὁ «οὐδέπω ἠνωχλημένος ὑπό τινος», Ἀμειψ. Ἄδηλ. 14. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παρέχων κόπον, [[ὄρχησις]], Πλάτ. Τιμ. 89Α. ἐπὶ ἱππου, [[εὔκολος]], Ξεν. Ἱππ. 1. 6· τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 4. 10, 55. 2) ὁ ἀποβάλλων τὴν κόπωσιν, [[ἀναψυκτικός]], Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ὀξ. 395, Πλάτ. Φαῖδρ. 227Α: - ἄκοπον (δηλ. [[φάρμακον]]), τό, δυναμωτικόν, φάρμ. πρὸς ἐνίσχυσιν, Γαλην., κτλ. ἄκ. [[μάλαγμα]], Διοσκ. 1. 93. Παρὰ Γαληνῷ και [[ἄκοπος]], ἡ. - Ἐπιρρ. -πως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 16, 2. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[κόπτω]]), ὁ μὴ [[σκωληκόβρωτος]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 2. 2) ὁ μὴ κεκομμένος ἢ τετριμμένος, [[ὁλόκληρος]]. Ἀλεξαν. Ἀφρ.
}}
}}