Anonymous

ἄκοπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκοπος''': -ον, [[ἄνευ]] κόπου, [[ἑπομένως]], Ι. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς κόπωσιν, ἀκούραστος, κατακινεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 789D. 2) ὁ «οὐδέπω ἠνωχλημένος ὑπό τινος», Ἀμειψ. Ἄδηλ. 14. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παρέχων κόπον, [[ὄρχησις]], Πλάτ. Τιμ. 89Α. ἐπὶ ἱππου, [[εὔκολος]], Ξεν. Ἱππ. 1. 6· τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 4. 10, 55. 2) ὁ ἀποβάλλων τὴν κόπωσιν, [[ἀναψυκτικός]], Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ὀξ. 395, Πλάτ. Φαῖδρ. 227Α: - ἄκοπον (δηλ. [[φάρμακον]]), τό, δυναμωτικόν, φάρμ. πρὸς ἐνίσχυσιν, Γαλην., κτλ. ἄκ. [[μάλαγμα]], Διοσκ. 1. 93. Παρὰ Γαληνῷ και [[ἄκοπος]], ἡ. - Ἐπιρρ. -πως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 16, 2. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[κόπτω]]), ὁ μὴ [[σκωληκόβρωτος]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 2. 2) ὁ μὴ κεκομμένος ἢ τετριμμένος, [[ὁλόκληρος]]. Ἀλεξαν. Ἀφρ.
|lstext='''ἄκοπος''': -ον, [[ἄνευ]] κόπου, [[ἑπομένως]], Ι. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς κόπωσιν, ἀκούραστος, κατακινεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 789D. 2) ὁ «οὐδέπω ἠνωχλημένος ὑπό τινος», Ἀμειψ. Ἄδηλ. 14. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παρέχων κόπον, [[ὄρχησις]], Πλάτ. Τιμ. 89Α. ἐπὶ ἱππου, [[εὔκολος]], Ξεν. Ἱππ. 1. 6· τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 4. 10, 55. 2) ὁ ἀποβάλλων τὴν κόπωσιν, [[ἀναψυκτικός]], Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ὀξ. 395, Πλάτ. Φαῖδρ. 227Α: - ἄκοπον (δηλ. [[φάρμακον]]), τό, δυναμωτικόν, φάρμ. πρὸς ἐνίσχυσιν, Γαλην., κτλ. ἄκ. [[μάλαγμα]], Διοσκ. 1. 93. Παρὰ Γαληνῷ και [[ἄκοπος]], ἡ. - Ἐπιρρ. -πως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 16, 2. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[κόπτω]]), ὁ μὴ [[σκωληκόβρωτος]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 2. 2) ὁ μὴ κεκομμένος ἢ τετριμμένος, [[ὁλόκληρος]]. Ἀλεξαν. Ἀφρ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> non fatigant;<br /><b>2</b> qui écarte la fatigue, qui délasse <i>ou</i> fortifie;<br /><b>II.</b> non fatigué.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κόπτω]].
}}
}}