Anonymous

ἀσυνείκαστος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asyneikastos
|Transliteration C=asyneikastos
|Beta Code=a)sunei/kastos
|Beta Code=a)sunei/kastos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be guessed, unintelligible</b>, Sch.<span class="bibl">S. <span class="title">Tr.</span>694</span>.</span>
|Definition=ἀσυνείκαστον, [[not to be guessed]], [[unintelligible]], Sch.S. ''Tr.''694.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede compararse]] παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.<br /><b class="num">2</b> [[ininteligible]] ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.<i>Tr</i>.694P.<br /><b class="num">3</b> [[inabarcable]], [[inmenso]] φόρτον Epiph.Const.<i>Haer</i>.56.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀσυνείκαστον]] = [[inmensidad]] τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.<i>Trin</i>.1.15.37.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνεικάστως]] = [[sin parecido]] ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.<i>Trin</i>.2.7.3.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνείκαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη [[ναῦς]] Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694.
|lstext='''ἀσυνείκαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη [[ναῦς]] Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσυνείκαστος]] -ον) [[συνεικάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να συνεικάσει, να παραβάλει [[προς]] [[κάτι]] γνωστό, ο [[ανυπολόγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απροσδόκητος]], [[ανέλπιστος]]<br /><b>2.</b> [[ασύνετος]]<br /><b>3.</b> [[άπληστος]].
}}
}}