ἀσυνείκαστος
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ἀσυνείκαστον, not to be guessed, unintelligible, Sch.S. Tr.694.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede compararse παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.
2 ininteligible ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.Tr.694P.
3 inabarcable, inmenso φόρτον Epiph.Const.Haer.56.1
•neutr. subst. τὸ ἀσυνείκαστον = inmensidad τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.Trin.1.15.37.
II adv. ἀσυνεικάστως = sin parecido ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.Trin.2.7.3.3.
German (Pape)
[Seite 380] dunkel, Schol. Soph. Tr. 707.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνείκαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη ναῦς Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσυνείκαστος -ον) συνεικάζω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστος
νεοελλ.
1. απροσδόκητος, ανέλπιστος
2. ασύνετος
3. άπληστος.