3,277,242
edits
(13_2) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0003.png Seite 3]] od. [[λαγαρύζομαι]], Kuchen essen, naschen, Ar. Vesp. 674, wo der Schol. λαγανίζομαι od. λαγανύζομαι las. S. das Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0003.png Seite 3]] od. [[λαγαρύζομαι]], Kuchen essen, naschen, Ar. Vesp. 674, wo der Schol. λαγανίζομαι od. λαγανύζομαι las. S. das Folgde. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λᾰγᾰρίζομαι''': Παθ., λέξ. ἀμφιβόλου σημασ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 674, ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὃ ἔστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα», δηλ. ὀλίγα ἀπολαμβάνων ἐκ τῆς κληρωτίδος, πενιχρῶς ἀποζῶν. ΙΙ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «λαγαριζόμενοι· σκαλεύοντες· δηλοῖ δὲ τὸ πρὸς τὰς λαγόνας τὸν ἀγκῶνα προσάγειν, πυκνὰ διαπείροντα τὴν χεῖρα», πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Meineke. - Ὑπάρχει διάφ. γραφὴ λαγαρυζόμενος παρ’ Ἀριστοφ. καὶ Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] εἰς -ίζομαι ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ Δωρ. λαγαρίττομαι παρ’ Ἡσυχ. | |||
}} | }} |