3,274,873
edits
(13_7_2) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1008.png Seite 1008]] (s. [[ὄμνυμι]]), auch ἐπομνύω, darauf, dabei schwören; absol., Od. 15, 437; ἐπομόσας εἶπε, er sagte u. schwor dabei, unter Hinzufügung eines Eides, Her. 8, 5; Xen. An. 7, 8, 2; vgl. Cyr. 4, 1, 11; καὶ ἐπομόσαι φασὶν αὐτούς Thuc. 2, 5; – c. inf. öfter, Eur. I. T. 974; Plat. Critia. 120 a u. sonst; auch Sp., λοιβαῖς εὐαγέεσσιν ἐπώμοσαν ἦ μὲν ἀρήξειν ἀλλήλοις Ap. Rh. 2, 715; – c. acc., Etwas beschwören, Ar. Lys. 211; Xen. Cyr. 4, 1, 23 u. öfter; – anders ἐπίορκον ἐπώμοσεν, er schwor darauf einen vergeblichen Eid, Il. 10, 332; in tmesi, ἐπὶ δ' ὅρκον ὄμοσσεν, 23, 24 u. öfter; – mit Hinzufügung des Gegenstandes, bei dem man schwört, im acc., [[μήτι]] θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Theogn. 1195, wie ὅς κεν τὴν ἐπίορκον – ἐπομόσσῃ Hes. Th. 793, bei den Göttern einen Meineid schwören; καὶ νὴ Δί' ἀποδώσειν ἐπώμνυς τοὺς θεούς, du schworst bei allen Göttern, es zurückzugeben, Ar. Nubb. 1227; Eur. Phoen. 433 I. T 747; ἥλιον ἐπ. τοι, bei der Sonne schwöre ich dir, Her. 1, 212; ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν, bei unserer Freundschaft, Xen. Cyr. 6, 4, 6; ἐπομόσας τοὺς ὁρκίους θεούς Aesch. 1, 114; Sp. – Auch κατὰ πάντων τῶν θεῶν, Luc. calumn. 18. – Noch dazu schwören, [[ὅταν]] ὀμνύωσι τὸν πατρικὸν ὅρκον, ἐπομνύειν Plut. Pericl. 30. – Jem. nachschwören, Cic. 33. – Med., = act., sich dabei verschwören, Ar. Plut. 725; ἐπόμνυμαι τὸν Δία, im Heliasteneid, Dem. 24, 151; ἐπὶ τῶν στρατηγῶν, bei den Strategen, 18, 137; [[κατά]] τινος, Luc. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1008.png Seite 1008]] (s. [[ὄμνυμι]]), auch ἐπομνύω, darauf, dabei schwören; absol., Od. 15, 437; ἐπομόσας εἶπε, er sagte u. schwor dabei, unter Hinzufügung eines Eides, Her. 8, 5; Xen. An. 7, 8, 2; vgl. Cyr. 4, 1, 11; καὶ ἐπομόσαι φασὶν αὐτούς Thuc. 2, 5; – c. inf. öfter, Eur. I. T. 974; Plat. Critia. 120 a u. sonst; auch Sp., λοιβαῖς εὐαγέεσσιν ἐπώμοσαν ἦ μὲν ἀρήξειν ἀλλήλοις Ap. Rh. 2, 715; – c. acc., Etwas beschwören, Ar. Lys. 211; Xen. Cyr. 4, 1, 23 u. öfter; – anders ἐπίορκον ἐπώμοσεν, er schwor darauf einen vergeblichen Eid, Il. 10, 332; in tmesi, ἐπὶ δ' ὅρκον ὄμοσσεν, 23, 24 u. öfter; – mit Hinzufügung des Gegenstandes, bei dem man schwört, im acc., [[μήτι]] θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Theogn. 1195, wie ὅς κεν τὴν ἐπίορκον – ἐπομόσσῃ Hes. Th. 793, bei den Göttern einen Meineid schwören; καὶ νὴ Δί' ἀποδώσειν ἐπώμνυς τοὺς θεούς, du schworst bei allen Göttern, es zurückzugeben, Ar. Nubb. 1227; Eur. Phoen. 433 I. T 747; ἥλιον ἐπ. τοι, bei der Sonne schwöre ich dir, Her. 1, 212; ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν, bei unserer Freundschaft, Xen. Cyr. 6, 4, 6; ἐπομόσας τοὺς ὁρκίους θεούς Aesch. 1, 114; Sp. – Auch κατὰ πάντων τῶν θεῶν, Luc. calumn. 18. – Noch dazu schwören, [[ὅταν]] ὀμνύωσι τὸν πατρικὸν ὅρκον, ἐπομνύειν Plut. Pericl. 30. – Jem. nachschwören, Cic. 33. – Med., = act., sich dabei verschwören, Ar. Plut. 725; ἐπόμνυμαι τὸν Δία, im Heliasteneid, Dem. 24, 151; ἐπὶ τῶν στρατηγῶν, bei den Strategen, 18, 137; [[κατά]] τινος, Luc. öfter. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπόμνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. ἐπομοῦμαι: ἀόρ. ἐπώμοσα. Ὀμνύω [[μετὰ]] [[ταῦτα]], ὀμνύω [[συμφώνως]] πρὸς δοθεῖσαν παραγγελίαν ἢ διαταγήν, οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον (δι. γραφ. ἀπ-), Ὀδ. Ο. 437 πρβλ. Θουκ. 2. 5 (ἐν Ἰλ. Α. 233, Ὀδ. Υ. 229, κτλ. καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον [[ὀμοῦμαι]], κτλ., ἡ ἐπὶ κεῖται ἐπιρρηματικῶς, [[προσέτι]]). 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., ἐπίορκον ἐπώμοσεν (ἴδε ἐν λ. [[ἐπίορκος]]), Ἰλ. Κ. 332 ὅς κεν τὴν ἐπίορκον… ἐπομόσσῃ, ὁστισδήποτε ὀμόσῃ ψευδῆ ὅρκον ἐν ὀνόματι αὐτῆς τῆς Στυγός, Ἡσ. Θ. 793. 3) μετ’ αἰτ. προσ. ἐπ. τὸν ἥλιον ὁρκίζεσθαι εἰς τὸν..., Ἡρόδ. 1. 212· ἐπ. τινὰ θεῶν, Λατ. deos jurare, Εὐρ. Ι. Τ. 747, κτλ.· ἐπ. θεοὺς ὡς..., ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 433· [[οὕτως]], ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν Ξεν. Κύρ. 6. 4, 6· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Θέογν. 1195. - Μέσ., ἐπόμνυσθαι τοὺς θεοὺς παρὰ Δημ. 747. 12· [[ὡσαύτως]], οἱ δὲ κατὰ κυνῶν καὶ χηρῶν καὶ πλατάνων ἐπώμνυντο Λουκ. Ἰκαρομέν. 9· ἐπομοσάμενος κατὰ πάντων θεῶν ὁ αὐτ. π. Διαβολ. 18. 4) μετ’ αἰτιατ. πράγμ. [[ὡσαύτως]], ὁρκίζομαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστοφ. Λυσ. 211, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 23. 5) μετ’ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι, Ἡρόδ. 5. 106, Εὐρ. Ι. Τ. 794, Πλάτ. Κριτίας 120Α· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ ἐπωμόσατο… εἰδέναι Αἰσχίνην Δημ. 273. 7· [[ὡσαύτως]], ἐπομνύειν ἦ μὴν μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 9, 6, Πλουτ. Ἀλέξ. 47· Ἐπικ. ἐπ. ἦ μέν… Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 715, κτλ.· ἐπ. ὅτι… Πλουτ. Περικλ. 30. 6) ἀπολ. κατὰ μετοχ. ἀορ. μετ’ ἄλλου ῥήματος, ἐπομόσας εἶπε, εἶπε μεθ’ ὅρκου, ἐνόρκως, Ἡρόδ. 8. 5, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 2. ΙΙ. ἐν τῷ Μέσ. = ὑπόμνυσθαι (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] αὐτὸ τοῦτο), Ἀριστοφ. Πλ. 725. | |||
}} | }} |