ἐπόμνυμι
English (LSJ)
or ἐπομνύω (v. infr. 3), A fut. ἐπομοῦμαι Ar.Lys.211: aor. ἐπώμοσα: —swear after, swear in accordance (with an order given), οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπώμνυον Od.15.437, cf. Th.2.5.
2 c. acc. cogn., ἐπίορκον ἐπώμοσε Il.10.332; ὅς κεν τὴν ἐπίορκον..ἐπομόσσῃ whosoever swear a false oath by it [the Styx], Hes.Th.793, cf. Emp.115.4; also ἐ. ὅρκον τινί swear an oath at his dictation, Plu.Cic.23:—Med., ἐ. ὅρκον Stud.Pal.20.122.16 (v A. D.), etc.
3 c. acc. pers., ἐ. ἥλιον to swear by.., Hdt.1.212; ἐ. τινά θεῶν E.IT747, cf. Ar.Nu.1227, Schwyzer 721.5 (iv B. C.), etc.; ἐ. θεοὺς ὡς.. E.Ph.433; ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν X.Cyr.6.4.6; ἐ. τὴν σὴν (sc. Καίσαρος) τύχην J.AJ16.10.8: c. dupl. acc., μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Thgn.1195:—Med., ἐπόμνυμαι Δία f.l. in Jusj. ap. D.24.151; ἐπόμνυσθαι κατά τινος Luc. Icar.9, Cal.18.
4 c. acc. rei, swear to a thing, Ar.Lys.211: abs., Pl.Lg.917b.
5 c. inf., swear that, ἐ. θεοὺς μὴ πρότερον ἐκδύσεσθαι.. Hdt.5.106, cf. E.IT974, Pl.Criti.120a:—Med., ἐπωμόσατο..εἰδέναι Αἰσχίνην Test. ap. D.18.137; ἐπομνύειν ἦ μήν c. pres. inf., Plu.Alex.47; Ep., ἐ. ἦ μέν.. c. fut. inf., A.R.2.715, etc.; ἐ. ὅτι.. Plu.Per.30.
6 abs. in aor. part., with another Verb, ἐπομόσας εἶπε he said with an oath, Hdt.8.5, X.An.7.8.2.
II Med., = ὑπόμνυσθαι (nisi hoc leg.), Ar.Pl.725.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. ὄμνυμι), auch ἐπομνύω, darauf, dabei schwören; absol., Od. 15, 437; ἐπομόσας εἶπε, er sagte u. schwor dabei, unter Hinzufügung eines Eides, Her. 8, 5; Xen. An. 7, 8, 2; vgl. Cyr. 4, 1, 11; καὶ ἐπομόσαι φασὶν αὐτούς Thuc. 2, 5; – c. inf. öfter, Eur. I. T. 974; Plat. Critia. 120 a u. sonst; auch Sp., λοιβαῖς εὐαγέεσσιν ἐπώμοσαν ἦ μὲν ἀρήξειν ἀλλήλοις Ap. Rh. 2, 715; – c. acc., Etwas beschwören, Ar. Lys. 211; Xen. Cyr. 4, 1, 23 u. öfter; – anders ἐπίορκον ἐπώμοσεν, er schwor darauf einen vergeblichen Eid, Il. 10, 332; in tmesi, ἐπὶ δ' ὅρκον ὄμοσσεν, 23, 24 u. öfter; – mit Hinzufügung des Gegenstandes, bei dem man schwört, im acc., μήτι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Theogn. 1195, wie ὅς κεν τὴν ἐπίορκον – ἐπομόσσῃ Hes. Th. 793, bei den Göttern einen Meineid schwören; καὶ νὴ Δί' ἀποδώσειν ἐπώμνυς τοὺς θεούς, du schworst bei allen Göttern, es zurückzugeben, Ar. Nubb. 1227; Eur. Phoen. 433 I. T 747; ἥλιον ἐπ. τοι, bei der Sonne schwöre ich dir, Her. 1, 212; ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν, bei unserer Freundschaft, Xen. Cyr. 6, 4, 6; ἐπομόσας τοὺς ὁρκίους θεούς Aesch. 1, 114; Sp. – Auch κατὰ πάντων τῶν θεῶν, Luc. calumn. 18. – Noch dazu schwören, ὅταν ὀμνύωσι τὸν πατρικὸν ὅρκον, ἐπομνύειν Plut. Pericl. 30. – Jem. nachschwören, Cic. 33. – Med., = act., sich dabei verschwören, Ar. Plut. 725; ἐπόμνυμαι τὸν Δία, im Heliasteneid, Dem. 24, 151; ἐπὶ τῶν στρατηγῶν, bei den Strategen, 18, 137; κατά τινος, Luc. öfter.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπομοῦμαι, ao. ἐπώμοσα;
1 jurer en outre, confirmer ce qu'on dit par un serment : ἐπομόσας εἶπε HDT il déclara avec serment ; τι confirmer par un serment une parole, une promesse ; ἐπίορκον ἐπ. IL prononcer un faux serment ; ἐπ. τοὺς θεούς ESCHN, ἥλιον HDT jurer par les dieux, par le soleil;
2 jurer de nouveau;
3 jurer à la suite de qqn : ἐπ. ὅρκον τινί prononcer un serment après qqn;
Moy. ἐπόμνυμαι s'engager par un serment : κατὰ τῶν θεῶν LUC jurer au nom des dieux ; ἐπί τινος au nom de qqn.
Étymologie: ἐπί, ὄμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπόμνῡμι: и ἐπ-ομνύω
1 (в чем-л. или при чем-л.) давать клятву, клясться Thuc.: ἐπομόσας εἶπε Her., Xen.; он клятвенно заверил; ἐ. ποιήσειν τι Eur., Plat.; клятвенно обязаться сделать что-л.; ἐπίορκον ἐ. Hom., Hes.; произносить невыполнимую или ложную клятву; ἐ. τι Arph., Xen.; клясться в чем-л. или Her., Xen. чем-л.; ἐ. τοὺς θεούς Eur., Aeschin., Plat., med. Dem. и тж. κατὰ τῶν θεῶν Luc. клясться богами; ὅρκον ἐ. τινί Plut. повторять за кем-л. клятву; ἐπόμνυσθαι ἐπί τινος Dem. клясться перед кем-л.;
2 вновь клясться, клятвенно подтверждать (ὅτι … Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόμνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. ἐπομοῦμαι: ἀόρ. ἐπώμοσα. Ὀμνύω μετὰ ταῦτα, ὀμνύω συμφώνως πρὸς δοθεῖσαν παραγγελίαν ἢ διαταγήν, οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον (δι. γραφ. ἀπ-), Ὀδ. Ο. 437 πρβλ. Θουκ. 2. 5 (ἐν Ἰλ. Α. 233, Ὀδ. Υ. 229, κτλ. καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι, κτλ., ἡ ἐπὶ κεῖται ἐπιρρηματικῶς, προσέτι). 2) μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἐπίορκον ἐπώμοσεν (ἴδε ἐν λ. ἐπίορκος), Ἰλ. Κ. 332 ὅς κεν τὴν ἐπίορκον… ἐπομόσσῃ, ὁστισδήποτε ὀμόσῃ ψευδῆ ὅρκον ἐν ὀνόματι αὐτῆς τῆς Στυγός, Ἡσ. Θ. 793. 3) μετ’ αἰτ. προσ. ἐπ. τὸν ἥλιον ὁρκίζεσθαι εἰς τὸν..., Ἡρόδ. 1. 212· ἐπ. τινὰ θεῶν, Λατ. deos jurare, Εὐρ. Ι. Τ. 747, κτλ.· ἐπ. θεοὺς ὡς..., ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 433· οὕτως, ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν Ξεν. Κύρ. 6. 4, 6· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Θέογν. 1195. - Μέσ., ἐπόμνυσθαι τοὺς θεοὺς παρὰ Δημ. 747. 12· ὡσαύτως, οἱ δὲ κατὰ κυνῶν καὶ χηρῶν καὶ πλατάνων ἐπώμνυντο Λουκ. Ἰκαρομέν. 9· ἐπομοσάμενος κατὰ πάντων θεῶν ὁ αὐτ. π. Διαβολ. 18. 4) μετ’ αἰτιατ. πράγμ. ὡσαύτως, ὁρκίζομαι εἴς τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Λυσ. 211, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 23. 5) μετ’ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι, Ἡρόδ. 5. 106, Εὐρ. Ι. Τ. 794, Πλάτ. Κριτίας 120Α· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ ἐπωμόσατο… εἰδέναι Αἰσχίνην Δημ. 273. 7· ὡσαύτως, ἐπομνύειν ἦ μὴν μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 9, 6, Πλουτ. Ἀλέξ. 47· Ἐπικ. ἐπ. ἦ μέν… Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 715, κτλ.· ἐπ. ὅτι… Πλουτ. Περικλ. 30. 6) ἀπολ. κατὰ μετοχ. ἀορ. μετ’ ἄλλου ῥήματος, ἐπομόσας εἶπε, εἶπε μεθ’ ὅρκου, ἐνόρκως, Ἡρόδ. 8. 5, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 2. ΙΙ. ἐν τῷ Μέσ. = ὑπόμνυσθαι (ἂν μὴ ἀναγνωστέον αὐτὸ τοῦτο), Ἀριστοφ. Πλ. 725.
English (Slater)
ἐπόμνυμι swear ]οδέρκεν ἐπομοσς[ Πα. 22i. 1, = Page, PMG, 918c. 1.
Greek Monolingual
ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α)
1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» — έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τους έλεγε, Ομ. Ιλ.)
β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι» — και επί πλέον θα κάνω μεγάλο όρκο, Ομ. Ιλ.)
2. ορκίζομαι στο όνομα κάποιου θεού ή κάποιου ιερού ή στενού δεσμού (α. «ἥλιον ἐπόμνυμι» β. «μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι» γ. «ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν» δ. «ἐπομοσάμενος κατὰ πάντων θεῶν» ε. «oἱ δὲ κατὰ χηνῶν καὶ πλατάνων ἐπώμνυντο» Λουκιαν.)
3. συμφωνώ, επιδοκιμάζω ή αποδέχομαι με όρκο.
Greek Monotonic
ἐπόμνῡμι: και -ύω, μέλ. -ομοῦμαι, αόρ. αʹ -ώμοσα·
1. ορκίζομαι σύμφωνα με, σε Ομήρ. Οδ.· δίνω επιπλέον όρκο, σε Θουκ.
2. με αιτ. προσ., ορκίζομαι στο όνομα κάποιου, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., παρά Δημ.
3. με αιτ. πράγμ., ορκίζομαι σε κάτι, σε Ξεν.
4. με απαρ., ορκίζομαι ότι, σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Δημ.
5. απόλ., σε μτχ. αορ. αʹ, ἐπομόσας, ενόρκως, κάτω από όρκο, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
and -ύω fut. -ομοῦμαι aor1 -ώμοσα
1. to swear after, swear accordingly, Od.: to take an oath besides, Thuc.
2. c. acc. pers., to swear by, Hdt., Eur., etc.: so in Mid., ap. Dem.
3. c. acc. rei, to swear to a thing, Xen.
4. c. inf. to swear that, Hdt., Eur.; so in Mid., Dem.
5. absol. in aor1 part., ἐπομόσας upon oath, Hdt., Xen.
Lexicon Thucydideum
iure iurando confirmare, to ratify with an oath, 2.5.6, 2.5.6
Translations
swear
Arabic: حَلَفَ; Hijazi Arabic: حلف; Armenian: երդվել, երդվեցնել; Aromanian: giur; Asturian: xurar; Azerbaijani: and içmək; Belarusian: клясціся, паклясціся, прысягаць, прысягнуць; Bengali: কসম করা; Bulgarian: заклевам се, кълна се; Burmese: ကျိန်; Catalan: jurar; Chinese Mandarin: 發誓/发誓, 賭咒/赌咒; Czech: přísahat; Danish: sværge; Dutch: zweren, een eed afleggen; Esperanto: ĵuri; Faroese: svørja; Finnish: vannoa; French: jurer; Friulian: zurâ, ğurâ; Galician: xurar; Georgian: დაფიცება, ფიცი; German: schwören; Greek: ορκίζομαι; Ancient Greek: ἀποδίδωμι ὅρκον, βωμαίνω, διόμνυμι, διομνύναι, διόμνυσθαι, διομνύω, ἐνόμνυμαι, ἐπόμνυμι, ἐπομνύναι, κατόμνυμι, κατομνύναι, ὄμνυμι, ὀμνύναι, ὅρκον ἀποδιδόναι, ὁρκωμοτεῖν; Hebrew: נשבע; Hungarian: esküszik; Icelandic: sverja; Ido: jurar; Italian: giurare; Japanese: 誓う, 契る; Kabuverdianu: jura; Khmer: សច្ចា, សាបាន, ស្បថ; Korean: 맹세하다; Kurdish Central Kurdish: سوێند خواردن; Lao: ສະບານ; Latin: iuro; Low German: swören; Macedonian: се колне; Maguindanao: sapa; Malayalam: ആണയിടുക, സത്യം ചെയ്യുക; Maltese: naħlef; Maranao: sapa'; Mauritian Creole: zoure; Mongolian Cyrillic: амлах; Mongolian: ᠠᠮᠠᠯᠠᠬᠤ; Ngazidja Comorian: ulapva; Norman: juther; Norwegian Norwegian Bokmål: sverge; Norwegian Nynorsk: sverja, sverje; Occitan: jurar; Old Norse: sverja; Persian: سوگند خوردن, قسم خوردن; Polish: przysięgać, przysiąc, przyrzekać, przyrzec, kląć się, zaklinać się; Portuguese: jurar; Romanian: jura; Russian: клясться, поклясться, присягать, присягнуть; Sardinian: giurài, giurare, zurare; Serbo-Croatian Cyrillic: клети се; Roman: kleti se; Sicilian: giurari, jurari; Slovak: prisahať; Slovene: prisegati, priseči; Spanish: jurar; Swahili: -apa; Swedish: svära, svärja; Tajik: қасам хурдан, савганд ёд кардан; Telugu: ఒట్టు పెట్టు, ప్రమాణం చేయు; Thai: สาบาน; Turkish: ant içmek, yemin etmek; Ukrainian: клястися, клястися, поклястися, поклястися, присягати, присягнути; Uzbek: qasamyod qilmoq; Venetian: giurar; Vietnamese: thề; Walloon: djurer; Welsh: tyngu