3,274,498
edits
(13_7_2) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] aor. pass. ἐῤῥίφην, auch ἐῤῥίφθην, Pors. Eur. Hec. 339; impf. ῥίπτασκον, Hom. u. Hes.; ῥερῖφθαι hat Pind. frg. 281, wie ῥεριμμένοι steht Matth. 9, 37; einen aor. ἔῤῥιφον dat Opp. Cyn. 4, 350; vgl. Lob. Phryn. 318; – <b class="b2">werfen</b>, schleudern; Hom., der außer der Iterativform des impf. nur fut. u. aor. act. hat; ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ψω ἐς Τάρταρον, Il. 8, 13; δίσκον, σφαῖραν, 23, 842 Od. 6, 115. So auch Pind. u. Tragg.: μακρὰ ῥίπτειν, Pind. P. 1, 45; στεφάνοισί τινα, 4, 240; ἀπὸ πέτρας, ἐς Τάρταρον, Aesch. Prom. 750. 1053; auch ἐς τὸ δυστυχές, Ch. 900, vgl. Ag. 1038; ἐς φλόγα, Soph. Tr. 692; εἰς ἄβατον [[ὄρος]], hinwerfen, aussetzen, O. R. 719, wie ἔρημόν τινα Phil. 265; ἐκ χθονὸς ἑαυτόν, sich selbst verbannen, O. R. 1290. 1436; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]], Ai. 817; οἴχεται πάντα ἐῤῥιμμένα, 1250, verschleudert, verworfen; τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψεις, Aesch. Prom. 312; [[μάτην]] ῥιφέντες λόγοι, Eur. Hec. 335; u. in Prosa : βέλη, Plat. Legg. VII, 795 c; ἐς τὸ [[πέλαγος]], Ax. 368 c; κλήρους ἐπὶ πάντας, Rep. X, 617 e, das Loos werfen; κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες, Legg. XII, 944 a; wegwerfen, wegschleudern, ὅπλα, ib. c; [[ἱμάτιον]], Rep. V, 473 e, wie Lys. 3, 35; ἀσπίδα ἐῤῥιφέναι, 10, 9, u. A.; ἐξορίσαι καὶ ῥῖψαι ἐκ τῆς πόλεως, Dem. 25, 95; Folgde; auch ῥίψας λόγον [[οὐδαμῶς]] ἁρμόζοντα αὐτῷ, Pol. 4, 20, 5; auch = verachten. – Intr., sich hinwerfen, fallen, wobei man ἑαυτόν ergänzt, Theogn. 176; ἐν πένθει, sich stürzen, Eur. Hel. 1325, vgl. Alc. 922. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] aor. pass. ἐῤῥίφην, auch ἐῤῥίφθην, Pors. Eur. Hec. 339; impf. ῥίπτασκον, Hom. u. Hes.; ῥερῖφθαι hat Pind. frg. 281, wie ῥεριμμένοι steht Matth. 9, 37; einen aor. ἔῤῥιφον dat Opp. Cyn. 4, 350; vgl. Lob. Phryn. 318; – <b class="b2">werfen</b>, schleudern; Hom., der außer der Iterativform des impf. nur fut. u. aor. act. hat; ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ψω ἐς Τάρταρον, Il. 8, 13; δίσκον, σφαῖραν, 23, 842 Od. 6, 115. So auch Pind. u. Tragg.: μακρὰ ῥίπτειν, Pind. P. 1, 45; στεφάνοισί τινα, 4, 240; ἀπὸ πέτρας, ἐς Τάρταρον, Aesch. Prom. 750. 1053; auch ἐς τὸ δυστυχές, Ch. 900, vgl. Ag. 1038; ἐς φλόγα, Soph. Tr. 692; εἰς ἄβατον [[ὄρος]], hinwerfen, aussetzen, O. R. 719, wie ἔρημόν τινα Phil. 265; ἐκ χθονὸς ἑαυτόν, sich selbst verbannen, O. R. 1290. 1436; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]], Ai. 817; οἴχεται πάντα ἐῤῥιμμένα, 1250, verschleudert, verworfen; τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψεις, Aesch. Prom. 312; [[μάτην]] ῥιφέντες λόγοι, Eur. Hec. 335; u. in Prosa : βέλη, Plat. Legg. VII, 795 c; ἐς τὸ [[πέλαγος]], Ax. 368 c; κλήρους ἐπὶ πάντας, Rep. X, 617 e, das Loos werfen; κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες, Legg. XII, 944 a; wegwerfen, wegschleudern, ὅπλα, ib. c; [[ἱμάτιον]], Rep. V, 473 e, wie Lys. 3, 35; ἀσπίδα ἐῤῥιφέναι, 10, 9, u. A.; ἐξορίσαι καὶ ῥῖψαι ἐκ τῆς πόλεως, Dem. 25, 95; Folgde; auch ῥίψας λόγον [[οὐδαμῶς]] ἁρμόζοντα αὐτῷ, Pol. 4, 20, 5; auch = verachten. – Intr., sich hinwerfen, fallen, wobei man ἑαυτόν ergänzt, Theogn. 176; ἐν πένθει, sich stürzen, Eur. Hel. 1325, vgl. Alc. 922. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥίπτω''': καὶ [[ῥιπτέω]], καὶ (ἐπὶ θαμιστικῆς ἐννοίας) [[ῥιπτάζω]], ὃ ἴδε· -Ἰων. παρατ. ῥίπτασκον (ἢ -εσκον) Ἰλ. Ο. 23, Ὀδ. Λ. 591, Νικ. Ἀποσπ. 26· -μέλλ. ῥίψω: ἀόρ. ἔρριψα (ἀπέριψα Πινδ. Π. 6. 37), Ἐπικ. ῥῖψα Ἰλ. Γ. 378· [[ὡσαύτως]] γ΄ ἑνικ. ἀορ. β΄ ἔρρῐφε, Ὀππ. Κυν. 4. 350· -πρκμ. ἔρρῑφα Λυσ. 117. 5. - Παθ., μέλλ. ῥιφθήσομαι (ἀπορ-) Σοφ. Αἴ. 1019· ῥῐφήσομαι Πλουτ. Γ. Γράκχος 3, Ἑβδ., (διάφορ. γραφὴ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· γ΄ μέλλ. ἐρρίψομαι Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 17: - ἀόρ. ἐρρίφθην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 484, Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀνδρ. 10, Πλάτ.· [[ὡσαύτως]] ἐρρίφην [ῐ] Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀποσπ. 486, Πλάτ., κλ.· ποιητ. ἐρίφην Ἀνθ. Π. 12. 234· - πρκμ. ἔρριμμαι παρ’ Ἡροδ. 1. 62, Εὐρ., κλ.· ποιητ. ἀναδιπλ. ῥερίφθαι Πινδ. Ἀποσπ. 281· ὑπερσ. ἔρριπτο Λουκ. Νεκυομαντ. 17· Ἐπικ. ἐρέριπτο Ὅμηρ. (Ἐκ τῆς √ΡΙΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ῥῖμμα, ῥῖψις, ῥῑπη, καὶ [[ἴσως]] τὸ ἔρείπω· πρβλ Γοτθ. vairp-a (βάλλειν), Ἀρχ. Σκανδ. verp-a, Ἀγγλο-Σαξον. weorp-an (Ἀγγλ. warp), Ἀρχ. Γερμ. werph-an (werfen), κτλ.). [ῑ φύσει, [[ὥστε]] ὁ Ἐπικ. ἀόρ. α΄ [[εἶναι]] ῥῖψα, οὐχὶ ῥίψα· ῐ ἐν τῷ μέλλ. β΄καὶ τῷ ἀορ. β΄ παθ.]. Ρίπτω, [[ἐξακοντίζω]], δίσκον, σφαῖραν Ἰλ. Ψ. 842, Ὀδ. Ζ. 115· κεραυνὸν Πινδ. Π. 3. 101· ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Ἰλ. Α. 591, κτλ., ἢ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον Ἰλ. Θ. 13, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 1051· ἐς τὸ δυστυχὲς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 913· ἐς φλόγα Σοφ. Τρ. 695· [[ποτὶ]] νέφεα Ὀδ. Λ. 591· ῥ. χθονί, ῥίπτειν κατὰ γῆς, Σοφ. Τρ. 790, πρβλ Εὐρ. Ι. Α. 39 ἐς [[ὕδωρ]] ψυχρὸν Θουκ. 2. 49· ἀπολ., ἐρριμμένος, ἐρριμμένος κατὰ γῆς, Πολύβ. 5. 48, 2· - [[ῥίπτω]] [[δίκτυον]], ἔρριπται ὁ [[βόλος]], ἐρρίφθη τὸ [[δίκτυον]], Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 62· -ῥ. τί τινος, [[πρός]] τινα ἐπὶ τινα ἐπί τινα, Εὐρ. Βάκχ. 1097 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.), Κύκλ. 51· -ῥ. τινά πρὸς πέτραν Σοφ. Τρ. 780· [[ἀλλά]], κατὰ στύφλου πέτρας, κατὰ κρημνῶν, ἐκ κρημνοῦ [[κάτω]], Εὐρ. Ι. Τ. 1430 (πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 748), Θουκ. 7. 44, Πλάτ. Νόμ. 944Α· ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτονθ’ Εὐρ. Ἑλ. 1096. ΙΙ. ὡς τὸ ῥιπτάζομαι, ῥ. ἑμαυτόν, [[ῥίπτω]] ἐμαυτὸν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ἀνήσύχως κινοῦμαι, [[οἷον]] ἐν πυρετῷ, Ἱππ. 590. 9· ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ [[δεξιά]] Ἀνθ. Π. 5. 119· -[[ῥίπτω]] [[πέριξ]], πλοκάμους Εὐρ. Ι. Α. 758, Βάκχ. 150. ΙΙΙ. [[ῥίπτω]] ἔξω, [[ἀποβάλλω]] ἐκ τῆς οἰκίας ἢ τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Τ. 719, Φιλ. 265, κτλ.· μὴ ῥιφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]] Αἴ. 830. IV. [[ῥίπτω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ῥίπτω]] [[μακράν]], [[ἀποβάλλω]], ἐπὶ ὅπλων, ἐνδυμάτων, Εὐρ. Ἠλ. 820, Πλάτ. Πολ. 474Α· τὸ [[ἱμάτιον]] Λυσίας 97. 30· [[οὕτως]], ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν Πινδ. Ι. 6 (7). 64· [[μάλιστα]], ῥ. ἀσπίδα (πρβλ. [[ῥίψασπις]]), Λυσ. 117. 1, κτλ. V. ῥ. λόγους, ῥιπτω λόγους, [[ἐξακοντίζω]], ἐκσφενδονῶ αὐτοὺς, Αἰσχύλ. Πρ. 312, Εὐρ. Ἄλκ. 680· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ῥίπτω]] αὐτοὺς ματαίως, εἰς τὸν ἀέρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1404· λόγοι [[μάτην]] ῥιφέντες ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 335· [[οὕτως]], οἴχεται.. ταῦτ’ ἐρριμμένα, εἰς οὐδὲν νομιζόμενα, Σοφ. Αἴ. 1271· πρβλ. [[ἀπορρίπτω]] ΙΙΙ. VI. ῥ. κλῆρον ἐπὶ πάντας Πλάτ. Πολ. 617Ε· οὕτω, ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· οὕτω, ῥίπτεις κυβεύων... Ἄρη Εὐρ. Ρῆσ. 466· [[ἐντεῦθεν]], ῥ. κίνδυνον, ῥιψοκινδυνεύω, τολμηρῶς [[διακινδυνεύω]], Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 7· πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ. VII. ἀποθνήσκουσιν, οἱ μὲν ῥίπτοντες ἑαυτούς, οἱ δὲ ἀπαγχόμενοι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25· - ἀκολούθως ῥίπτειν, ἀπολύτως, ῥίπτειν ἑαυτόν, ἐς πόντον Θέογν. 176· ἐς ἅλμην Εὐρ. Κύκλ. 166· ἐς τάφρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 897· ῥίπτει (δηλ. ἑαυτὴν) δ’ ἐν πένθει πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1325, πρβλ. Ι. Α. 758, Μένανδρ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε βάλλω ΙΙΙ, [[κρύπτω]] ΙΙ. | |||
}} | }} |