Anonymous

ῥίπτω: Difference between revisions

From LSJ
1,839 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥίπτω''': καὶ [[ῥιπτέω]], καὶ (ἐπὶ θαμιστικῆς ἐννοίας) [[ῥιπτάζω]], ὃ ἴδε· -Ἰων. παρατ. ῥίπτασκον (ἢ -εσκον) Ἰλ. Ο. 23, Ὀδ. Λ. 591, Νικ. Ἀποσπ. 26· -μέλλ. ῥίψω: ἀόρ. ἔρριψα (ἀπέριψα Πινδ. Π. 6. 37), Ἐπικ. ῥῖψα Ἰλ. Γ. 378· [[ὡσαύτως]] γ΄ ἑνικ. ἀορ. β΄ ἔρρῐφε, Ὀππ. Κυν. 4. 350· -πρκμ. ἔρρῑφα Λυσ. 117. 5. - Παθ., μέλλ. ῥιφθήσομαι (ἀπορ-) Σοφ. Αἴ. 1019· ῥῐφήσομαι Πλουτ. Γ. Γράκχος 3, Ἑβδ., (διάφορ. γραφὴ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· γ΄ μέλλ. ἐρρίψομαι Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 17: - ἀόρ. ἐρρίφθην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 484, Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀνδρ. 10, Πλάτ.· [[ὡσαύτως]] ἐρρίφην [ῐ] Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀποσπ. 486, Πλάτ., κλ.· ποιητ. ἐρίφην Ἀνθ. Π. 12. 234· - πρκμ. ἔρριμμαι παρ’ Ἡροδ. 1. 62, Εὐρ., κλ.· ποιητ. ἀναδιπλ. ῥερίφθαι Πινδ. Ἀποσπ. 281· ὑπερσ. ἔρριπτο Λουκ. Νεκυομαντ. 17· Ἐπικ. ἐρέριπτο Ὅμηρ. (Ἐκ τῆς √ΡΙΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ῥῖμμα, ῥῖψις, ῥῑπη, καὶ [[ἴσως]] τὸ ἔρείπω· πρβλ Γοτθ. vairp-a (βάλλειν), Ἀρχ. Σκανδ. verp-a, Ἀγγλο-Σαξον. weorp-an (Ἀγγλ. warp), Ἀρχ. Γερμ. werph-an (werfen), κτλ.). [ῑ φύσει, [[ὥστε]] ὁ Ἐπικ. ἀόρ. α΄ [[εἶναι]] ῥῖψα, οὐχὶ ῥίψα· ῐ ἐν τῷ μέλλ. β΄καὶ τῷ ἀορ. β΄ παθ.]. Ρίπτω, [[ἐξακοντίζω]], δίσκον, σφαῖραν Ἰλ. Ψ. 842, Ὀδ. Ζ. 115· κεραυνὸν Πινδ. Π. 3. 101· ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Ἰλ. Α. 591, κτλ., ἢ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον Ἰλ. Θ. 13, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 1051· ἐς τὸ δυστυχὲς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 913· ἐς φλόγα Σοφ. Τρ. 695· [[ποτὶ]] νέφεα Ὀδ. Λ. 591· ῥ. χθονί, ῥίπτειν κατὰ γῆς, Σοφ. Τρ. 790, πρβλ Εὐρ. Ι. Α. 39 ἐς [[ὕδωρ]] ψυχρὸν Θουκ. 2. 49· ἀπολ., ἐρριμμένος, ἐρριμμένος κατὰ γῆς, Πολύβ. 5. 48, 2· - [[ῥίπτω]] [[δίκτυον]], ἔρριπται ὁ [[βόλος]], ἐρρίφθη τὸ [[δίκτυον]], Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 62· -ῥ. τί τινος, [[πρός]] τινα ἐπὶ τινα ἐπί τινα, Εὐρ. Βάκχ. 1097 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.), Κύκλ. 51· -ῥ. τινά πρὸς πέτραν Σοφ. Τρ. 780· [[ἀλλά]], κατὰ στύφλου πέτρας, κατὰ κρημνῶν, ἐκ κρημνοῦ [[κάτω]], Εὐρ. Ι. Τ. 1430 (πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 748), Θουκ. 7. 44, Πλάτ. Νόμ. 944Α· ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτονθ’ Εὐρ. Ἑλ. 1096. ΙΙ. ὡς τὸ ῥιπτάζομαι, ῥ. ἑμαυτόν, [[ῥίπτω]] ἐμαυτὸν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ἀνήσύχως κινοῦμαι, [[οἷον]] ἐν πυρετῷ, Ἱππ. 590. 9· ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ [[δεξιά]] Ἀνθ. Π. 5. 119· -[[ῥίπτω]] [[πέριξ]], πλοκάμους Εὐρ. Ι. Α. 758, Βάκχ. 150. ΙΙΙ. [[ῥίπτω]] ἔξω, [[ἀποβάλλω]] ἐκ τῆς οἰκίας ἢ τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Τ. 719, Φιλ. 265, κτλ.· μὴ ῥιφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]] Αἴ. 830. IV. [[ῥίπτω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ῥίπτω]] [[μακράν]], [[ἀποβάλλω]], ἐπὶ ὅπλων, ἐνδυμάτων, Εὐρ. Ἠλ. 820, Πλάτ. Πολ. 474Α· τὸ [[ἱμάτιον]] Λυσίας 97. 30· [[οὕτως]], ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν Πινδ. Ι. 6 (7). 64· [[μάλιστα]], ῥ. ἀσπίδα (πρβλ. [[ῥίψασπις]]), Λυσ. 117. 1, κτλ. V. ῥ. λόγους, ῥιπτω λόγους, [[ἐξακοντίζω]], ἐκσφενδονῶ αὐτοὺς, Αἰσχύλ. Πρ. 312, Εὐρ. Ἄλκ. 680· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ῥίπτω]] αὐτοὺς ματαίως, εἰς τὸν ἀέρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1404· λόγοι [[μάτην]] ῥιφέντες ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 335· [[οὕτως]], οἴχεται.. ταῦτ’ ἐρριμμένα, εἰς οὐδὲν νομιζόμενα, Σοφ. Αἴ. 1271· πρβλ. [[ἀπορρίπτω]] ΙΙΙ. VI. ῥ. κλῆρον ἐπὶ πάντας Πλάτ. Πολ. 617Ε· οὕτω, ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· οὕτω, ῥίπτεις κυβεύων... Ἄρη Εὐρ. Ρῆσ. 466· [[ἐντεῦθεν]], ῥ. κίνδυνον, ῥιψοκινδυνεύω, τολμηρῶς [[διακινδυνεύω]], Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 7· πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ. VII. ἀποθνήσκουσιν, οἱ μὲν ῥίπτοντες ἑαυτούς, οἱ δὲ ἀπαγχόμενοι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25· - ἀκολούθως ῥίπτειν, ἀπολύτως, ῥίπτειν ἑαυτόν, ἐς πόντον Θέογν. 176· ἐς ἅλμην Εὐρ. Κύκλ. 166· ἐς τάφρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 897· ῥίπτει (δηλ. ἑαυτὴν) δ’ ἐν πένθει πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1325, πρβλ. Ι. Α. 758, Μένανδρ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε βάλλω ΙΙΙ, [[κρύπτω]] ΙΙ.
|lstext='''ῥίπτω''': καὶ [[ῥιπτέω]], καὶ (ἐπὶ θαμιστικῆς ἐννοίας) [[ῥιπτάζω]], ὃ ἴδε· -Ἰων. παρατ. ῥίπτασκον (ἢ -εσκον) Ἰλ. Ο. 23, Ὀδ. Λ. 591, Νικ. Ἀποσπ. 26· -μέλλ. ῥίψω: ἀόρ. ἔρριψα (ἀπέριψα Πινδ. Π. 6. 37), Ἐπικ. ῥῖψα Ἰλ. Γ. 378· [[ὡσαύτως]] γ΄ ἑνικ. ἀορ. β΄ ἔρρῐφε, Ὀππ. Κυν. 4. 350· -πρκμ. ἔρρῑφα Λυσ. 117. 5. - Παθ., μέλλ. ῥιφθήσομαι (ἀπορ-) Σοφ. Αἴ. 1019· ῥῐφήσομαι Πλουτ. Γ. Γράκχος 3, Ἑβδ., (διάφορ. γραφὴ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· γ΄ μέλλ. ἐρρίψομαι Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 17: - ἀόρ. ἐρρίφθην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 484, Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀνδρ. 10, Πλάτ.· [[ὡσαύτως]] ἐρρίφην [ῐ] Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀποσπ. 486, Πλάτ., κλ.· ποιητ. ἐρίφην Ἀνθ. Π. 12. 234· - πρκμ. ἔρριμμαι παρ’ Ἡροδ. 1. 62, Εὐρ., κλ.· ποιητ. ἀναδιπλ. ῥερίφθαι Πινδ. Ἀποσπ. 281· ὑπερσ. ἔρριπτο Λουκ. Νεκυομαντ. 17· Ἐπικ. ἐρέριπτο Ὅμηρ. (Ἐκ τῆς √ΡΙΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ῥῖμμα, ῥῖψις, ῥῑπη, καὶ [[ἴσως]] τὸ ἔρείπω· πρβλ Γοτθ. vairp-a (βάλλειν), Ἀρχ. Σκανδ. verp-a, Ἀγγλο-Σαξον. weorp-an (Ἀγγλ. warp), Ἀρχ. Γερμ. werph-an (werfen), κτλ.). [ῑ φύσει, [[ὥστε]] ὁ Ἐπικ. ἀόρ. α΄ [[εἶναι]] ῥῖψα, οὐχὶ ῥίψα· ῐ ἐν τῷ μέλλ. β΄καὶ τῷ ἀορ. β΄ παθ.]. Ρίπτω, [[ἐξακοντίζω]], δίσκον, σφαῖραν Ἰλ. Ψ. 842, Ὀδ. Ζ. 115· κεραυνὸν Πινδ. Π. 3. 101· ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Ἰλ. Α. 591, κτλ., ἢ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον Ἰλ. Θ. 13, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 1051· ἐς τὸ δυστυχὲς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 913· ἐς φλόγα Σοφ. Τρ. 695· [[ποτὶ]] νέφεα Ὀδ. Λ. 591· ῥ. χθονί, ῥίπτειν κατὰ γῆς, Σοφ. Τρ. 790, πρβλ Εὐρ. Ι. Α. 39 ἐς [[ὕδωρ]] ψυχρὸν Θουκ. 2. 49· ἀπολ., ἐρριμμένος, ἐρριμμένος κατὰ γῆς, Πολύβ. 5. 48, 2· - [[ῥίπτω]] [[δίκτυον]], ἔρριπται ὁ [[βόλος]], ἐρρίφθη τὸ [[δίκτυον]], Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 62· -ῥ. τί τινος, [[πρός]] τινα ἐπὶ τινα ἐπί τινα, Εὐρ. Βάκχ. 1097 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.), Κύκλ. 51· -ῥ. τινά πρὸς πέτραν Σοφ. Τρ. 780· [[ἀλλά]], κατὰ στύφλου πέτρας, κατὰ κρημνῶν, ἐκ κρημνοῦ [[κάτω]], Εὐρ. Ι. Τ. 1430 (πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 748), Θουκ. 7. 44, Πλάτ. Νόμ. 944Α· ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτονθ’ Εὐρ. Ἑλ. 1096. ΙΙ. ὡς τὸ ῥιπτάζομαι, ῥ. ἑμαυτόν, [[ῥίπτω]] ἐμαυτὸν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ἀνήσύχως κινοῦμαι, [[οἷον]] ἐν πυρετῷ, Ἱππ. 590. 9· ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ [[δεξιά]] Ἀνθ. Π. 5. 119· -[[ῥίπτω]] [[πέριξ]], πλοκάμους Εὐρ. Ι. Α. 758, Βάκχ. 150. ΙΙΙ. [[ῥίπτω]] ἔξω, [[ἀποβάλλω]] ἐκ τῆς οἰκίας ἢ τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Τ. 719, Φιλ. 265, κτλ.· μὴ ῥιφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]] Αἴ. 830. IV. [[ῥίπτω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ῥίπτω]] [[μακράν]], [[ἀποβάλλω]], ἐπὶ ὅπλων, ἐνδυμάτων, Εὐρ. Ἠλ. 820, Πλάτ. Πολ. 474Α· τὸ [[ἱμάτιον]] Λυσίας 97. 30· [[οὕτως]], ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν Πινδ. Ι. 6 (7). 64· [[μάλιστα]], ῥ. ἀσπίδα (πρβλ. [[ῥίψασπις]]), Λυσ. 117. 1, κτλ. V. ῥ. λόγους, ῥιπτω λόγους, [[ἐξακοντίζω]], ἐκσφενδονῶ αὐτοὺς, Αἰσχύλ. Πρ. 312, Εὐρ. Ἄλκ. 680· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ῥίπτω]] αὐτοὺς ματαίως, εἰς τὸν ἀέρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1404· λόγοι [[μάτην]] ῥιφέντες ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 335· [[οὕτως]], οἴχεται.. ταῦτ’ ἐρριμμένα, εἰς οὐδὲν νομιζόμενα, Σοφ. Αἴ. 1271· πρβλ. [[ἀπορρίπτω]] ΙΙΙ. VI. ῥ. κλῆρον ἐπὶ πάντας Πλάτ. Πολ. 617Ε· οὕτω, ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· οὕτω, ῥίπτεις κυβεύων... Ἄρη Εὐρ. Ρῆσ. 466· [[ἐντεῦθεν]], ῥ. κίνδυνον, ῥιψοκινδυνεύω, τολμηρῶς [[διακινδυνεύω]], Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 7· πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ. VII. ἀποθνήσκουσιν, οἱ μὲν ῥίπτοντες ἑαυτούς, οἱ δὲ ἀπαγχόμενοι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25· - ἀκολούθως ῥίπτειν, ἀπολύτως, ῥίπτειν ἑαυτόν, ἐς πόντον Θέογν. 176· ἐς ἅλμην Εὐρ. Κύκλ. 166· ἐς τάφρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 897· ῥίπτει (δηλ. ἑαυτὴν) δ’ ἐν πένθει πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1325, πρβλ. Ι. Α. 758, Μένανδρ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε βάλλω ΙΙΙ, [[κρύπτω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἔρριπτον, <i>f.</i> [[ῥίψω]], <i>ao.</i> ἔρριψα, <i>pf.</i> ἔρριφα;<br /><i>Pass. f.2</i> [[ῥιφήσομαι]], <i>ao.</i> ἐρρίφθην, <i>ao.2</i> ἐρρίφην, <i>pf.</i> ἔρριμμαι, <i>pqp.</i> ἐρρίμμην, <i>f.ant.</i> ἐρρίψομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter, lancer : δίσκον IL le disque ; τινα [[ἐς]] Τάρταρον IL jeter qqn dans le Tartare ; <i>abs.</i> ῥίπτειν ἑαυτόν, se précipiter en bas, se donner la mort en se jetant en bas ; <i>fig.</i> ῥίπτειν τινὰ [[ἐς]] τὸ δυστυχές ESCHL précipiter qqn dans le malheur ; ῥίπτειν ἑαυτὸν [[εἰς]] ἐλπίδας ἀπόρους PLUT se laisser aller à des espérances sans issue ; ῥίπτειν λόγους τραχεῖς ESCHL lancer, proférer des paroles rudes ; ῥίπτειν [[νεανίας]] λόγους ἔς τινα EUR lancer contre qqn des paroles téméraires <i>litt.</i> de jeune homme;<br /><b>2</b> laisser tomber : ῥίπτειν κλῆρον PLAT laisser tomber, jeter le sort;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> rejeter : ῥίπτειν τινὰ [[ἐκ]] γῆς SOPH rejeter qqn hors du pays, le bannir ; ῥίπτειν ἑαυτὸν [[ἐκ]] χθονός SOPH s’exiler;<br /><b>4</b> rejeter, abandonner, acc. ; <i>particul.</i> exposer un enfant ; <i>Pass. abs.</i> être abandonné, être gisant;<br /><b>5</b> jeter, lancer au loin, se débarrasser de : τὰ ὅπλα XÉN jeter ses armes ; τὴν ἀσπίδα ESCHN jeter son bouclier;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se jeter, se précipiter : [[ἐς]] πόντον, [[εἰς]] τὴν θάλασσαν XÉN dans la mer.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝριπ, jeter ; cf. <i>all.</i> werfen.
}}
}}