Anonymous

ἐπιμετρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμετρέω''': μετρῶ εἴς τινα, οὐκ ἐπιδώσω οὐδ’ ἐπιμετρήσω ([[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δανείζειν), «[[προῖκα]] καὶ κατὰ [[χάριν]] παρέξω, οὐδ’ ἐπιμετρήσω μέτρῳ τινὶ καὶ μεδίμνῳ» (Τζέτζ.), «ἀντὶ τοῦ οὐ χρήσω» (Πρόκλ.), «οὐδ’ ἐφ’ οἷς ἐμέτρησα μετρήσω, [[ὥσπερ]] ἐφερμηνευτικὸν δοκεῖ τὸ ἐπιμετρήσω τοῦ ἐπιδώσω. κτλ.» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 395. - Παθ., χωρὶς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπιμετρουμένου σίτου, ἐκτὸς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπὶ πλέον διδομένου σίτου, Ἡρόδ. 3. 91. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι, δίδω πλειότερον, ἐπ. ὀβολὸν τοῖς ναύταις Πλουτ. Λύσανδ. 4, πρβλ. Ἀλέξ. 42· ἐπιμετρήσας ἄλλα τοσαῦτα ἔτη, προσθείς, Λουκ Νεκρ. Διάλ. 5. 1· στρατηγίας χρόνον ἐπιμετρῆσαι, ἐπιμηκῦναι, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3, κτλ.: [[προστίθημι]], τι Πολύβ. 28. 15, 2, κτλ.· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ἐπιμετρεῖς τῶν σκωμμάτων, προσθέτεις καὶ ἄλλα σκώμματα, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 19· ἐπ. τινι, προστιθέναι, [[αὐτόθι]] 18, πρβλ. Πολύβ. 3. 118, 6· ἀπολ., ἐξογκώνω, ὑπερβολικῶς [[παριστάνω]], ὁ αὐτ. 5. 15, 8. ΙΙΙ. ἐπ. τὸν οὐρανόν, καταμετρεῖν, Λουκ. Ἰκαρομ. 6. IV. ἀμεταβ., ἀποτελῶ προσθήκην, ἐπιμετρῶν [[λόγος]] Πολύβ. 15. 34, 1· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]] τὸ ἐπιμετροῦν, ὁ αὐτ. 12. 15, 2.
|lstext='''ἐπιμετρέω''': μετρῶ εἴς τινα, οὐκ ἐπιδώσω οὐδ’ ἐπιμετρήσω ([[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δανείζειν), «[[προῖκα]] καὶ κατὰ [[χάριν]] παρέξω, οὐδ’ ἐπιμετρήσω μέτρῳ τινὶ καὶ μεδίμνῳ» (Τζέτζ.), «ἀντὶ τοῦ οὐ χρήσω» (Πρόκλ.), «οὐδ’ ἐφ’ οἷς ἐμέτρησα μετρήσω, [[ὥσπερ]] ἐφερμηνευτικὸν δοκεῖ τὸ ἐπιμετρήσω τοῦ ἐπιδώσω. κτλ.» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 395. - Παθ., χωρὶς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπιμετρουμένου σίτου, ἐκτὸς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπὶ πλέον διδομένου σίτου, Ἡρόδ. 3. 91. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι, δίδω πλειότερον, ἐπ. ὀβολὸν τοῖς ναύταις Πλουτ. Λύσανδ. 4, πρβλ. Ἀλέξ. 42· ἐπιμετρήσας ἄλλα τοσαῦτα ἔτη, προσθείς, Λουκ Νεκρ. Διάλ. 5. 1· στρατηγίας χρόνον ἐπιμετρῆσαι, ἐπιμηκῦναι, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3, κτλ.: [[προστίθημι]], τι Πολύβ. 28. 15, 2, κτλ.· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ἐπιμετρεῖς τῶν σκωμμάτων, προσθέτεις καὶ ἄλλα σκώμματα, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 19· ἐπ. τινι, προστιθέναι, [[αὐτόθι]] 18, πρβλ. Πολύβ. 3. 118, 6· ἀπολ., ἐξογκώνω, ὑπερβολικῶς [[παριστάνω]], ὁ αὐτ. 5. 15, 8. ΙΙΙ. ἐπ. τὸν οὐρανόν, καταμετρεῖν, Λουκ. Ἰκαρομ. 6. IV. ἀμεταβ., ἀποτελῶ προσθήκην, ἐπιμετρῶν [[λόγος]] Πολύβ. 15. 34, 1· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]] τὸ ἐπιμετροῦν, ὁ αὐτ. 12. 15, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer pour distribuer (du blé, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> mesurer en sus, donner en surplus, en surcroît ; <i>avec idée de temps</i> dépasser, prolonger;<br /><b>3</b> mesurer dans toute son étendue, parcourir d’un bout à l’autre : τὸν οὐρανόν LUC le ciel.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μετρέω]].
}}
}}