Anonymous

ἄχαρις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχαρις''': ὁ, ἡ, ἄχαρι, τό, γεν. -ιτος, [[ἄνευ]] χάριτος ἢ θελγήτρων, μὴ ἔχων [[χάριν]], [[συμπόσιον]] γίνεται οὐκ ἄχαρι Θέογν. 496· ἐπὶ ἀνήβου, ἀνηλίκου κορασίου, Σαπφὼ 38. 2) [[δυσάρεστος]], οὐχὶ [[εὐάρεστος]], οὐδὲν ἄχαρι [[παθέειν]] Ἡρόδ. 2. 141., 6. 9· [[πρός]] τινος 8. 143· οὐδὲν ἄχ. παριδεῖν τινι 1. 38, 108· ἐνδιδόναι οὐδὲν ἄχ. 7. 52· ἰδίως κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ θλιβεροῦ δυστυχήματος, ἄχ. συμφορὴ 1. 41., 7. 190· τὸ [[τέλος]] σφι ἐγένετο ἄχ. 8. 13· [[βίος]] οὐκ [[ἄχαρις]] εἰς τὴν [[τριβήν]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 156. ΙΙ. μὴ γνωρίζων [[χάριν]], οὐκ [[εὐγνώμων]], Λάτ. ingratus, ἄχ. [[τιμή]], [[ἀξίωμα]] μὴ παρέχον ἱκανοποίησιν, Ἡρόδ. 7. 36· [[χάρις]] [[ἄχαρις]], [[χάρις]] μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, Αἰσχύλ. Πρ. 545, Ἀγ. 1545· κακῆς γυναικὸς [[χάριν]] ἄχαριν ἀπώλετο Εὐρ. Ι. Τ. 566· πρβλ. [[ἀχάριστος]], [[ἀχάριτος]].
|lstext='''ἄχαρις''': ὁ, ἡ, ἄχαρι, τό, γεν. -ιτος, [[ἄνευ]] χάριτος ἢ θελγήτρων, μὴ ἔχων [[χάριν]], [[συμπόσιον]] γίνεται οὐκ ἄχαρι Θέογν. 496· ἐπὶ ἀνήβου, ἀνηλίκου κορασίου, Σαπφὼ 38. 2) [[δυσάρεστος]], οὐχὶ [[εὐάρεστος]], οὐδὲν ἄχαρι [[παθέειν]] Ἡρόδ. 2. 141., 6. 9· [[πρός]] τινος 8. 143· οὐδὲν ἄχ. παριδεῖν τινι 1. 38, 108· ἐνδιδόναι οὐδὲν ἄχ. 7. 52· ἰδίως κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ θλιβεροῦ δυστυχήματος, ἄχ. συμφορὴ 1. 41., 7. 190· τὸ [[τέλος]] σφι ἐγένετο ἄχ. 8. 13· [[βίος]] οὐκ [[ἄχαρις]] εἰς τὴν [[τριβήν]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 156. ΙΙ. μὴ γνωρίζων [[χάριν]], οὐκ [[εὐγνώμων]], Λάτ. ingratus, ἄχ. [[τιμή]], [[ἀξίωμα]] μὴ παρέχον ἱκανοποίησιν, Ἡρόδ. 7. 36· [[χάρις]] [[ἄχαρις]], [[χάρις]] μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, Αἰσχύλ. Πρ. 545, Ἀγ. 1545· κακῆς γυναικὸς [[χάριν]] ἄχαριν ἀπώλετο Εὐρ. Ι. Τ. 566· πρβλ. [[ἀχάριστος]], [[ἀχάριτος]].
}}
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br /><b>I.</b> ([[χάρις]] grâce);<br /><b>1</b> sans grâce, sans agrément, sans charme;<br /><b>2</b> désagréable, déplaisant ; odieux, cruel, douloureux;<br /><b>II.</b> ([[χάρις]] reconnaissance) ingrat;<br /><b>III.</b> (χάριν à cause de) qui ne mérite pas d’être la cause de : κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο EUR elle est morte pour une femme perfide, cause indigne d’un tel sacrifice;<br /><i>Cp.</i> ἀχαρίστερος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χάρις]].
}}
}}