ἄχαρις
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ἄχαρι, τό, gen. ιτος, dat.
A ἀχάρι Hdt.1.41 codd.:—without grace or without charm, συμπόσιον γίνεται οὐκ ἄχαρι Thgn.496, cf. 1236; of an immature girl, Sapph.34.
2 unpleasant, disagreeable, οὐδὲν πείσεται ἄχαρι Hdt.2.141, cf. 6.9; πρός τινος 8.143; οὐδὲν ἄχαρι παριδεῖν τινι 1.38,108; ἐνδιδόναι οὐδὲν ἄχαρι 7.52; esp. as euphemism for a grievous calamity, ἄχαρις συμφορή 1.41, 7.190; τὸ τέλος σφι ἐγένετο ἄχαρι 8.13; [βίος] οὐκ ἄχαρις εἰς τὴν τριβήν Ar.Av.156.
II ungracious, thankless, ἄχαρις τιμή a thankless office, Hdt.7.36; χάρις ἄχαρις = graceless grace, thankless favour, A.Pr.545 (lyr.), Ag.1545 (lyr.); κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο E.IT566.
Spanish (DGE)
-ι
• Morfología: [compar. ἀχαρίστερον Od.20.392 (pero cf. ἀχάριστος)]
I desgraciado δόρπου δ' οὐκ ἄν πως ἀχαρίστερον ἄλλο γένοιτο no podría haber festín más desgraciado que éste, Od.l.c., συμφορή Hdt.1.41, D.H.3.21, παθήματα Hdt.1.207, ἄνομος ἄ. ὁ φόνος E.Andr.491, esp. οὐδὲν ἄχαρι ninguna desgracia Hdt.2.141, cf. 1.38, 108, 7.50, 52, 138, 8.143, Pl.Phdr.265d, Paus.6.7.5, Arr.Parth.90.
II 1de pers. sin gracia, poco agraciado πάις Sapph.49, οὔτε ἄχαρίς ἐστιν ἐντυχεῖν οὔτε κακοήθει ἔοικεν Pl.Ep.360c, cf. LXX Si.20.19.
2 no de pers. desagradable de sensaciones ὀδμή Hdt.3.24, Phryn.126, κέλαδος E.Cyc.489, θέα D.P.Au.1.1, del trato y la vida συμπόσιον γίνεται οὐκ ἄχαρι Thgn.496, (βίος) οὐκ ἄ. Ar.Au.156, διατριβή Plu.2.734d, cf. 148a, de la palabra y el discurso μῦθος Thgn.1236, καλεῖται δὲ ἄ. ... ἐπάν τις αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ... λέγῃ Demetr.Eloc.302, cf. 137, D.H.Lys.12, Is.20.3.
III no gratificante, ingrato τιμή Hdt.7.36, esp. χάρις ἄ. favor que no lo es, que no favorece A.A.1545, E.IT 566, AP 9.322.2 (Leon.), Aesop.72, PIand.98.5 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 417] ιτος, neutr. ἄχαρι, 1) ohne Annehmlichkeit, ohne Reiz, unangenehm, οὐδὲν ἄχαρι παθεῖν Her. 8, 143, u. öfter, der es übh. von schwerem Unglück braucht, συμφορά 1, 41, wie die Tragg.; vgl. Plat. Phaedr. 265 d; compar. ἀχαρίστερος Od. 20, 392. – 2) undankbar, Eur. Andr. 592; χάρις ἄχαρις, ein unwillkommener Liebesdienst, Aesch. Ag. 1547; auch Dank, der keiner ist, Prom. 544; vgl. Eur. I. T. 566.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιτος;
I. (χάρις grâce);
1 sans grâce, sans agrément, sans charme;
2 désagréable, déplaisant ; odieux, cruel, douloureux;
II. (χάρις reconnaissance) ingrat;
III. (χάριν à cause de) qui ne mérite pas d'être la cause de : κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο EUR elle est morte pour une femme perfide, cause indigne d'un tel sacrifice;
Cp. ἀχαρίστερος.
Étymologie: ἀ, χάρις.
Russian (Dvoretsky)
ἄχᾰρις: ι, gen. ῐτος adj.
1 непривлекательный, неприятный (κέλαδος Eur.; πολιτεία παντάπασιν ἄ. Plut.);
2 тягостный, тяжелый (συμφορά Her.; βίος Arph.);
3 неблагодарный (τιμή Her.); χάρις ἄ. Aesch. плохая благодарность; χάριν ἄχαρίν τινος ἀπολέσθαι Eur. погибнуть из-за кого-л., недостойного этой жертвы;
4 отвратительный, ужасный (φόνος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄχαρις: ὁ, ἡ, ἄχαρι, τό, γεν. -ιτος, ἄνευ χάριτος ἢ θελγήτρων, μὴ ἔχων χάριν, συμπόσιον γίνεται οὐκ ἄχαρι Θέογν. 496· ἐπὶ ἀνήβου, ἀνηλίκου κορασίου, Σαπφὼ 38. 2) δυσάρεστος, οὐχὶ εὐάρεστος, οὐδὲν ἄχαρι παθέειν Ἡρόδ. 2. 141., 6. 9· πρός τινος 8. 143· οὐδὲν ἄχ. παριδεῖν τινι 1. 38, 108· ἐνδιδόναι οὐδὲν ἄχ. 7. 52· ἰδίως κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ θλιβεροῦ δυστυχήματος, ἄχ. συμφορὴ 1. 41., 7. 190· τὸ τέλος σφι ἐγένετο ἄχ. 8. 13· βίος οὐκ ἄχαρις εἰς τὴν τριβήν Ἀριστοφ. Ὄρν. 156. ΙΙ. μὴ γνωρίζων χάριν, οὐκ εὐγνώμων, Λάτ. ingratus, ἄχ. τιμή, ἀξίωμα μὴ παρέχον ἱκανοποίησιν, Ἡρόδ. 7. 36· χάρις ἄχαρις, χάρις μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, Αἰσχύλ. Πρ. 545, Ἀγ. 1545· κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο Εὐρ. Ι. Τ. 566· πρβλ. ἀχάριστος, ἀχάριτος.
English (Autenrieth)
comp. ἀχαρίστερος: unpleasant, unwelcome, Od. 20.392†.
Greek Monolingual
ἄχαρις (-ιτος), -ι (AM) χάρις
1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος
2. δυσάρεστος, ενοχλητικός
αρχ.
1. αχάριστος, αγνώμων
2. αξιολύπητος.
Greek Monotonic
ἄχᾰρις: ὁ, ἡ, ἄχαρι, τό, γεν. -ιτος·
I. 1. αυτός που δεν έχει χάρη ή γοητεία, άκομψος, σε Θέογν.
2. δυσάρεστος, αντιπαθής, οὐδὲν ἄχαρι παθέειν, σε Ηρόδ.· κατ' ευφημισμό, λέγεται για δυσάρεστο γεγονός, ἄχαρις συμφορή, στον ίδ.
II. αχάριστος, αγνώμων, αυτός που δεν γνωρίζει χάρη, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
I. without grace or charms, graceless, Theogn.
2. unpleasant, disagreeable, οὐδὲν ἄχαρι παθέειν Hdt.; as euphemism for grievous, ἄχ. συμφορή Hdt.
II. ungracious, thankless, Hdt.; χάρις ἄχαρις a graceless grace, thankless favour, Aesch., Eur.