Anonymous

νοσηλεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσηλεύω''': περιποιοῦμαι νοσοῦντα, τινὰ Ἰσοκρ. 389D, Βαβρ. 13. 8· ὁ νοσηλεύων, [[ἰατρός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4767. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσηλεύεται· νοσεῖ: ἢ νοσοῦντι ὑπηρετεῖ». 2) [[κάμνω]] τινὰ ἀσθενῆ, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1· ― Παθητ., ἔχω ἀνάγκην ἰατρικῆς ἐπιμελείας, εἶμαι [[ἀσθενής]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 28, Ἰουλιαν. 181C.
|lstext='''νοσηλεύω''': περιποιοῦμαι νοσοῦντα, τινὰ Ἰσοκρ. 389D, Βαβρ. 13. 8· ὁ νοσηλεύων, [[ἰατρός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4767. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσηλεύεται· νοσεῖ: ἢ νοσοῦντι ὑπηρετεῖ». 2) [[κάμνω]] τινὰ ἀσθενῆ, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1· ― Παθητ., ἔχω ἀνάγκην ἰατρικῆς ἐπιμελείας, εἶμαι [[ἀσθενής]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 28, Ἰουλιαν. 181C.
}}
{{bailly
|btext=soigner un malade.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
}}