3,274,133
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠρεμία''': ἡ, [[ἡσυχία]], [[ἀταραξία]], ἀντίθ. [[κίνησις]], = [[ἀκινησία]], Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[ἀνάπαυσις]], [[ἡσυχία]], ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. [[ἡμερία]]. | |lstext='''ἠρεμία''': ἡ, [[ἡσυχία]], [[ἀταραξία]], ἀντίθ. [[κίνησις]], = [[ἀκινησία]], Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[ἀνάπαυσις]], [[ἡσυχία]], ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. [[ἡμερία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />calme, tranquillité, repos.<br />'''Étymologie:''' *ἠρεμής. | |||
}} | }} |