3,270,470
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοίτη''': ἡ, ([[κεῖμαι]]) = [[κοῖτος]] ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἡ Ὁμηρ. [[λέξις]], [[διότι]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[κοίτη]] μόνον [[ἅπαξ]], Ὀδ. Τ. 341, καὶ [[ἐκεῖ]] ὑπάρχει διάφ. γραφ. οἴκῳ), Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἰδίως ἡ συζυγικὴ [[κλίνη]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 804, Σοφ. Τρ. 17· οὐ γὰρ ἐκ μιᾶς κ. ἔβλαστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 491· τᾶς ἀπλήστου κοίτας [[ἔρος]] Εὐρ. Μήδ. 151, κτλ.· ἀνάνδρου κοίτας [[λέκτρον]] [[αὐτόθι]] 437· ― πετρίνη [[κοίτη]], ἐπὶ σπηλαίου Σοφ. Φοίν. 160· τείρεσθαι νοσερᾷ κ., ἐπὶ τῆς κλίνης νοσοῦντος, Εὐρ. Ἱππ. 132· κοίταν δ’ ἔχει [[νέρθεν]], ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1707· κ. σκληρὰ Πλάτ. Νόμ. 942D· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ἔννυχοι κ. Πινδ. Π. 11. 40· νυμφίδιαι κ. Εὐρ. Ἄλκ. 249· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐν μεσημβριναῖς κοίταις... εὕδοι πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 566. 2) φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, καλιὰ ὀρνέου, κτλ., Εὐρ. Ἴων 155· κ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ τῆς [[ἀράχνης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4. ΙΙ. τῆς κοίτης ὥρη, ὥρα τοῦ ὕπνου, Ἡρόδ. 1. 10., 5. 20· ἡμέας ἐδέξατο καὶ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ, μᾶς ἐδέχθη καὶ μᾶς περιποιήθη καὶ μὲ τροφὴν καὶ κλίνην ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν σκηνὴν εἰς κ. διέλυον, [[ὅπως]] κατακλιθῶσι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 1· κεῖσθαι κοίταν, ἐν τῇ κλίνῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1494. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., κοίτην διδόναι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως ἢ σχέσεως, Ἀριθμ Ε΄, 20, πρβλ. Λευ. ΙΗ΄, 20· οὕτω, κ. ἔχειν ἐκ…, ἐν γαστρὶ ἔχειν ἔκ τινος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 10· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀκολασία]], [[ἀσέλγεια]], ὁ αὐτ. ιγ΄, 13. IV. [[κίστη]], [[κιβώτιον]], [[κάνιστρον]], Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 5, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 12, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3. 2· αἱ μυστικαὶ κ. Πλουτ. Φωκ. 28. πρβλ. [[κοιτίς]]. | |lstext='''κοίτη''': ἡ, ([[κεῖμαι]]) = [[κοῖτος]] ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἡ Ὁμηρ. [[λέξις]], [[διότι]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[κοίτη]] μόνον [[ἅπαξ]], Ὀδ. Τ. 341, καὶ [[ἐκεῖ]] ὑπάρχει διάφ. γραφ. οἴκῳ), Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἰδίως ἡ συζυγικὴ [[κλίνη]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 804, Σοφ. Τρ. 17· οὐ γὰρ ἐκ μιᾶς κ. ἔβλαστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 491· τᾶς ἀπλήστου κοίτας [[ἔρος]] Εὐρ. Μήδ. 151, κτλ.· ἀνάνδρου κοίτας [[λέκτρον]] [[αὐτόθι]] 437· ― πετρίνη [[κοίτη]], ἐπὶ σπηλαίου Σοφ. Φοίν. 160· τείρεσθαι νοσερᾷ κ., ἐπὶ τῆς κλίνης νοσοῦντος, Εὐρ. Ἱππ. 132· κοίταν δ’ ἔχει [[νέρθεν]], ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1707· κ. σκληρὰ Πλάτ. Νόμ. 942D· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ἔννυχοι κ. Πινδ. Π. 11. 40· νυμφίδιαι κ. Εὐρ. Ἄλκ. 249· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐν μεσημβριναῖς κοίταις... εὕδοι πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 566. 2) φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, καλιὰ ὀρνέου, κτλ., Εὐρ. Ἴων 155· κ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ τῆς [[ἀράχνης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4. ΙΙ. τῆς κοίτης ὥρη, ὥρα τοῦ ὕπνου, Ἡρόδ. 1. 10., 5. 20· ἡμέας ἐδέξατο καὶ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ, μᾶς ἐδέχθη καὶ μᾶς περιποιήθη καὶ μὲ τροφὴν καὶ κλίνην ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν σκηνὴν εἰς κ. διέλυον, [[ὅπως]] κατακλιθῶσι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 1· κεῖσθαι κοίταν, ἐν τῇ κλίνῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1494. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., κοίτην διδόναι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως ἢ σχέσεως, Ἀριθμ Ε΄, 20, πρβλ. Λευ. ΙΗ΄, 20· οὕτω, κ. ἔχειν ἐκ…, ἐν γαστρὶ ἔχειν ἔκ τινος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 10· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀκολασία]], [[ἀσέλγεια]], ὁ αὐτ. ιγ΄, 13. IV. [[κίστη]], [[κιβώτιον]], [[κάνιστρον]], Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 5, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 12, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3. 2· αἱ μυστικαὶ κ. Πλουτ. Φωκ. 28. πρβλ. [[κοιτίς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>A.</b> couche :<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> lit nuptial;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> lit de la mer;<br /><b>2</b> corbeille;<br /><b>B.</b> action de se coucher ; action d’aller dormir.<br />'''Étymologie:''' R. Κι ; cf. [[κεῖμαι]]. | |||
}} | }} |