Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀχόρευτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχόρευτος''': -ον, ὁ ἔξω τοῦ χοροῦ, ὁ μὲν [[ἀπαίδευτος]] [[ἀχόρευτος]] ἡμῖν ἔσται Πλάτ. Νόμ. 654Α. ΙΙ. ὅμοιον τῷ [[ἄχορος]], μὴ συνοδευόμενος ὑπὸ χοροῦ, οὐδὲν ἡδονῆς ἔχων, [[ἀτερπής]], ὀνείδη Σοφ. Ἠλ. 1069· ἆται Εὐρ. Τρῳ.121· [[φάμα]] Τελέστης 2. Bgk (Ἀθήν. 617Α).
|lstext='''ἀχόρευτος''': -ον, ὁ ἔξω τοῦ χοροῦ, ὁ μὲν [[ἀπαίδευτος]] [[ἀχόρευτος]] ἡμῖν ἔσται Πλάτ. Νόμ. 654Α. ΙΙ. ὅμοιον τῷ [[ἄχορος]], μὴ συνοδευόμενος ὑπὸ χοροῦ, οὐδὲν ἡδονῆς ἔχων, [[ἀτερπής]], ὀνείδη Σοφ. Ἠλ. 1069· ἆται Εὐρ. Τρῳ.121· [[φάμα]] Τελέστης 2. Bgk (Ἀθήν. 617Α).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non accompagné de danses ; triste, affreux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χορεύω]].
}}
}}