Anonymous

ἀγέραστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγέραστος''': -ον, ([[γέρας]]) ὁ [[ἄνευ]] ἀμοιβῆς ἢ [[τιμῆς]], [[ἄνευ]] βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. [[τύμβος]], Εὐρ. Ἑκ. 117, [[ὄνομα]] Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· [[μετὰ]] γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις [[τύπος]]: [[ἀγείρατος]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.
|lstext='''ἀγέραστος''': -ον, ([[γέρας]]) ὁ [[ἄνευ]] ἀμοιβῆς ἢ [[τιμῆς]], [[ἄνευ]] βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. [[τύμβος]], Εὐρ. Ἑκ. 117, [[ὄνομα]] Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· [[μετὰ]] γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις [[τύπος]]: [[ἀγείρατος]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non récompensé, non honoré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γέρας]].
}}
}}