Anonymous

ἀβλαβής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβλᾰβής''': -ές, [[ἄνευ]] βλάβης, ὅ ἐ. Ι. παθ. μὴ ὑποστὰς βλάβην. Πινδ. Ο. 13. 37, -λαὸς Π. 8. 77, Αἰσχύλ. Θηβ. 68, κτλ. ζῶσαν ἀβλαβεῖ βίῳ. Σοφ. Ἠλ. 650. πρβλ. 649. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ προξενῶν βλάβην, [[ἀθῷος]]: ξυνουσία Αἰσχύλ. Εὐμ. 285. ἡδοναὶ Πλάτ. Πολ. 357 Β, κτλ. ἀβλ. σπασμοὶ μὴ προξενοῦντες σπουδαίαν βλάβην. Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 944. 2) ἀποκρούων ἢ προλαμβάνων βλάβην· -[[ὕδωρ]] Θεόκρ. 24. 96: ― Παρὰ Πλάτ. Νόμ. 953Α. ἔχομεν τὴν ἐνεργ. καὶ τὴν παθ. σημασ. ἐν συνδυασμῷ. ἀβλ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν· = χωρὶς νὰ προξενήσῃ καὶ νὰ πάθῃ βλάβην· ― ἐπίρρ. ἀβλαβῶς, Ἐπ. -έως, ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 83. 3) ἐν Ἀττ. τυπικαῖς φράσεσιν: ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, [[μετὰ]] τῶν ἐπιρρ. δικαίως καὶ ἀδόλως φαίνεται ἀποκλεῖον φανερὰν βίαν ὡς καὶ ἀπάτην· Θουκ. 5. 18 καὶ 47· οὕτω καὶ αὐταὶ αἱ σπονδαὶ ἀποκαλοῦνται ἄδολοι καὶ ἀβλ. ὁ αὐτ. 4. 118, 5. 18. ὡσαύτ. εὕρ. ξύμμαχοι πιστοὶ… καὶ ἀβλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 74. 14.
|lstext='''ἀβλᾰβής''': -ές, [[ἄνευ]] βλάβης, ὅ ἐ. Ι. παθ. μὴ ὑποστὰς βλάβην. Πινδ. Ο. 13. 37, -λαὸς Π. 8. 77, Αἰσχύλ. Θηβ. 68, κτλ. ζῶσαν ἀβλαβεῖ βίῳ. Σοφ. Ἠλ. 650. πρβλ. 649. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ προξενῶν βλάβην, [[ἀθῷος]]: ξυνουσία Αἰσχύλ. Εὐμ. 285. ἡδοναὶ Πλάτ. Πολ. 357 Β, κτλ. ἀβλ. σπασμοὶ μὴ προξενοῦντες σπουδαίαν βλάβην. Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 944. 2) ἀποκρούων ἢ προλαμβάνων βλάβην· -[[ὕδωρ]] Θεόκρ. 24. 96: ― Παρὰ Πλάτ. Νόμ. 953Α. ἔχομεν τὴν ἐνεργ. καὶ τὴν παθ. σημασ. ἐν συνδυασμῷ. ἀβλ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν· = χωρὶς νὰ προξενήσῃ καὶ νὰ πάθῃ βλάβην· ― ἐπίρρ. ἀβλαβῶς, Ἐπ. -έως, ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 83. 3) ἐν Ἀττ. τυπικαῖς φράσεσιν: ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, [[μετὰ]] τῶν ἐπιρρ. δικαίως καὶ ἀδόλως φαίνεται ἀποκλεῖον φανερὰν βίαν ὡς καὶ ἀπάτην· Θουκ. 5. 18 καὶ 47· οὕτω καὶ αὐταὶ αἱ σπονδαὶ ἀποκαλοῦνται ἄδολοι καὶ ἀβλ. ὁ αὐτ. 4. 118, 5. 18. ὡσαύτ. εὕρ. ξύμμαχοι πιστοὶ… καὶ ἀβλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 74. 14.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I. 1</b> qui ne nuit pas, qui ne fait pas de mal;<br /><b>2</b> qui écarte, prévient le danger;<br /><b>II.</b> qui n’éprouve aucune atteinte ; tranquille.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βλάπτω]].
}}
}}