Anonymous

ἀγέρωχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγέρωχος''': [ᾰ], -ον, ποιητ. ἐπίθ. (ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν), παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], [[ἔντιμος]], ἐπίθ. πολεμικῶν φυλῶν, ἰδίως τῶν Τρώων, Ἰλ. Γ. 36, κτλ.· τῶν Ῥοδίων Β, 654· τῶν Μυσῶν Κ. 430, πρβλ. Βατρ. 145· [[ἅπαξ]] δὲ ἐπὶ ἑνὸς ἀνδρός, τοῦ Περικλυμένου, Ὀδ. Λ. 286· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. Ἀποσπ. 22, Gaisf. Παρὰ Πινδάρῳ ἐπὶ εὐγενῶν πράξεων, ἀγ. ἕργματα, Ν. 6. 56, [[νίκη]], Ὀ, 10 (11). 95, πλούτου στεφάνωμ’ ἀγ., μεγαλοπρεπὴς [[στέφανος]] πλούτου, Π. 1, 96. ΙΙ. κατόπιν ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπερήφανος]], μέγα φρονῶν, [[ὑπεροπτικός]], [[ὑβριστικός]], Ἀρχίλ. 154, Ἀλκαῖ. 119· οὕτω καὶ Μακκ. Γ΄, α΄ 25, ἀγ. [[ὄνος]], Λουκ. Ὄν. 40: - οὕτω καὶ ἐπὶρρ. –χως, Ἀνθ. Π. 9, 745, Πολύβ. 2. 8. 7. – Συγκρ. –ότερον, ὁ αὐτ. 18, 17, 3.
|lstext='''ἀγέρωχος''': [ᾰ], -ον, ποιητ. ἐπίθ. (ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν), παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], [[ἔντιμος]], ἐπίθ. πολεμικῶν φυλῶν, ἰδίως τῶν Τρώων, Ἰλ. Γ. 36, κτλ.· τῶν Ῥοδίων Β, 654· τῶν Μυσῶν Κ. 430, πρβλ. Βατρ. 145· [[ἅπαξ]] δὲ ἐπὶ ἑνὸς ἀνδρός, τοῦ Περικλυμένου, Ὀδ. Λ. 286· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. Ἀποσπ. 22, Gaisf. Παρὰ Πινδάρῳ ἐπὶ εὐγενῶν πράξεων, ἀγ. ἕργματα, Ν. 6. 56, [[νίκη]], Ὀ, 10 (11). 95, πλούτου στεφάνωμ’ ἀγ., μεγαλοπρεπὴς [[στέφανος]] πλούτου, Π. 1, 96. ΙΙ. κατόπιν ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπερήφανος]], μέγα φρονῶν, [[ὑπεροπτικός]], [[ὑβριστικός]], Ἀρχίλ. 154, Ἀλκαῖ. 119· οὕτω καὶ Μακκ. Γ΄, α΄ 25, ἀγ. [[ὄνος]], Λουκ. Ὄν. 40: - οὕτω καὶ ἐπὶρρ. –χως, Ἀνθ. Π. 9, 745, Πολύβ. 2. 8. 7. – Συγκρ. –ότερον, ὁ αὐτ. 18, 17, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fier, noble, glorieux;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> hautain, arrogant, insolent.<br />'''Étymologie:''' prob. de [[ἄγαν]], [[ἐρωή]], -χος -- DELG la moins mauvaise explic. est celle de Schwyzer, de ἀ- copulatif, [[γέρας]], [[ἔχω]].
}}
}}