3,277,121
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγέννητος''': -ον, ([[γεννάω]]), ὡς τὸ [[ἀγέννητος]], ὁ μὴ γεννηθείς, ἀγ. τότ’ ἦ, Σοφ. Ο. Κ. 973· ὁ μὴ λαβὼν [[ἀρχήν]], ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 739, Πλάτ. Τίμ. 52Α., ἐπὶ τῶν στοιχείων, Ἐμπεδ. παρ’ Ἡσύχ. - ἐπίρρ., ἀναιτίως και ἀγ., Πλούτ. 2. 1015Α. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἀγεννής]], ὁ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν, «πρόστυχος», Σοφ. Τρ. 61. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παράγων, μὴ γεννῶν, Θεόφρ. Αἴτ. Φυσ. 6. 10, 1. | |lstext='''ἀγέννητος''': -ον, ([[γεννάω]]), ὡς τὸ [[ἀγέννητος]], ὁ μὴ γεννηθείς, ἀγ. τότ’ ἦ, Σοφ. Ο. Κ. 973· ὁ μὴ λαβὼν [[ἀρχήν]], ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 739, Πλάτ. Τίμ. 52Α., ἐπὶ τῶν στοιχείων, Ἐμπεδ. παρ’ Ἡσύχ. - ἐπίρρ., ἀναιτίως και ἀγ., Πλούτ. 2. 1015Α. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἀγεννής]], ὁ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν, «πρόστυχος», Σοφ. Τρ. 61. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παράγων, μὴ γεννῶν, Θεόφρ. Αἴτ. Φυσ. 6. 10, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non engendré, non créé, qui n’est pas né;<br /><b>2</b> de naissance basse <i>ou</i> honteuse.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γεννάω]]. | |||
}} | }} |