Anonymous

ἀβασίλευτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβᾰσίλευτος''': ον· [[ἄνευ]] βασιλέως, μὴ κυβερνώμενος ὑπὸ βασιλέως [[[αὐτόνομος]]]. Θουκ. 2, 80. Ξεν. Ἑλλ. 5, 2, 17.
|lstext='''ἀβᾰσίλευτος''': ον· [[ἄνευ]] βασιλέως, μὴ κυβερνώμενος ὑπὸ βασιλέως [[[αὐτόνομος]]]. Θουκ. 2, 80. Ξεν. Ἑλλ. 5, 2, 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans roi.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βασιλεύω]].
}}
}}