Anonymous

ἀγκύλη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγκύλη''': [ῠ], ἡ, ([[ἄγκος]]) [[κυρίως]] ὡς τὸ [[ἀγκάλη]], ὁ κεκαμμένος [[βραχίων]] ([[ἀγκών]]), ἢ ὁ [[καρπὸς]] τῆς χειρός, ἀπ’ ἀγκύλης ἰέναι, [[φράσις]] περιγράφουσα τὸν τρόπον, καθ’ ὃν ὁ [[κότταβος]] ἐρρίπτετο, Βακχυλ. Ἀποσπ. 24· ἀπ’ ἀγκύλης ἵησι λάταγας, Κρατῖν. Ἄδηλ. 16, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke ([[ἐντεῦθεν]] προῆλθεν ἡ σημασ. = [[ποτήριον]], ἣν ἀναφέρει ὁ Ἀθήν. 667. C. καὶ ὁ Εὐστ.). 2) [[κύρτωσις]] καὶ σκλήρυνσις ἄρθρου τινὸς τοῦ σώματος [[ἕνεκα]] νόσου (ἀρθρίτιδος), Παῦλ. Αἰγ., κτλ.· ἴδε [[Πολυδ]]. 4. 196: ― [[ὡσαύτως]] [[ἀγκύλη]], ἀγκύλαι. ΙΙ. [[βρόχος]], θηλειὰ ἐπὶ σχοινίου, πλεκτὰς ἀγκύλας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1408· ἐπὶ ἱμάντος, δι’ οὗ ὁ [[κύων]] κρατεῖται, Ξεν. Κυν. 1. 6. πρβλ. [[Πολυδ]]. 5. 54, 56. 2) ὁ ἱμὰς τοῦ ἀκοντίου, δι’ οὗ ἠκοντίζετο, Λατ. amentum, Στράβ. 196· [[ὅθεν]], αὐτὸ τὸ [[ἀκόντιον]], Εὐρ. Ὀρ. 1476, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2099.b. Πλούτ. Φιλοπ. 6, καὶ ἴδε [[ἀγκυλέομαι]], [[ἀγκυλητός]]. 3) τόξου [[νευρά]], ἀγκ. [[χρυσόστροφος]], Σοφ. Ο. Τ. 203. 4) [[ἀγκύλη]] τῆς ἐμβάδος, ἱμὰς σανδαλίου, τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ [[καλῶς]] ἔσφιγξας αὖ λυθεῖσαν, Ἄλεξ. ἐν «Ἀχαΐδι»» 2. 5) ἡ ἔχουσα [[σχῆμα]] «θηλειᾶς», λαβὴ ἀγγείου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἱππ.
|lstext='''ἀγκύλη''': [ῠ], ἡ, ([[ἄγκος]]) [[κυρίως]] ὡς τὸ [[ἀγκάλη]], ὁ κεκαμμένος [[βραχίων]] ([[ἀγκών]]), ἢ ὁ [[καρπὸς]] τῆς χειρός, ἀπ’ ἀγκύλης ἰέναι, [[φράσις]] περιγράφουσα τὸν τρόπον, καθ’ ὃν ὁ [[κότταβος]] ἐρρίπτετο, Βακχυλ. Ἀποσπ. 24· ἀπ’ ἀγκύλης ἵησι λάταγας, Κρατῖν. Ἄδηλ. 16, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke ([[ἐντεῦθεν]] προῆλθεν ἡ σημασ. = [[ποτήριον]], ἣν ἀναφέρει ὁ Ἀθήν. 667. C. καὶ ὁ Εὐστ.). 2) [[κύρτωσις]] καὶ σκλήρυνσις ἄρθρου τινὸς τοῦ σώματος [[ἕνεκα]] νόσου (ἀρθρίτιδος), Παῦλ. Αἰγ., κτλ.· ἴδε [[Πολυδ]]. 4. 196: ― [[ὡσαύτως]] [[ἀγκύλη]], ἀγκύλαι. ΙΙ. [[βρόχος]], θηλειὰ ἐπὶ σχοινίου, πλεκτὰς ἀγκύλας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1408· ἐπὶ ἱμάντος, δι’ οὗ ὁ [[κύων]] κρατεῖται, Ξεν. Κυν. 1. 6. πρβλ. [[Πολυδ]]. 5. 54, 56. 2) ὁ ἱμὰς τοῦ ἀκοντίου, δι’ οὗ ἠκοντίζετο, Λατ. amentum, Στράβ. 196· [[ὅθεν]], αὐτὸ τὸ [[ἀκόντιον]], Εὐρ. Ὀρ. 1476, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2099.b. Πλούτ. Φιλοπ. 6, καὶ ἴδε [[ἀγκυλέομαι]], [[ἀγκυλητός]]. 3) τόξου [[νευρά]], ἀγκ. [[χρυσόστροφος]], Σοφ. Ο. Τ. 203. 4) [[ἀγκύλη]] τῆς ἐμβάδος, ἱμὰς σανδαλίου, τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ [[καλῶς]] ἔσφιγξας αὖ λυθεῖσαν, Ἄλεξ. ἐν «Ἀχαΐδι»» 2. 5) ἡ ἔχουσα [[σχῆμα]] «θηλειᾶς», λαβὴ ἀγγείου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἱππ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />tout objet recourbé <i>ou</i> pouvant se recourber :<br /><b>I.</b> attache d’un membre, articulation, <i>particul.</i><br /><b>1</b> pli <i>ou</i> courbure du bras, bras recourbé;<br /><b>2</b> pli du genou, jarret;<br /><b>3</b> raideur d’articulation, ankylose;<br /><b>II.</b> attache <i>en gén.</i> :<br /><b>1</b> courroie pour lancer un javelot ; javelot;<br /><b>2</b> boyau, corde d’arc;<br /><b>3</b> amarre de navire;<br /><b>4</b> laisse de chien;<br /><b>5</b> lacet, cordon de chaussure;<br /><b>6</b> nœud <i>ou</i> boucle d’attache (de la corde archère d’une machine de jet);<br /><b>7</b> crochet à l’extrémité d’une chaîne.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγκος]].
}}
}}