Anonymous

νεολαία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεολαία''': ἡ, ([[λεώς]], λαὸς) [[ὅμιλος]] νέων, οἱ νέοι τοῦ ἔθνους τινός, Λατ. juventus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 672, Ἱκέτ. 686, Θεόκρ. 18. 24. - Ἡ λέξ. [[εἶναι]] Δωρική, [[ὅθεν]] κεῖται μόνον ἐν Λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· μνημονεύεται [[ὅμως]] καὶ ἔκ τινος κωμικοῦ τριμέτρου (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 57) ὑπὸ Φωτ., πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 38· περὶ δὲ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 103, ἴδε ἐν λ. [[νεαλής]].
|lstext='''νεολαία''': ἡ, ([[λεώς]], λαὸς) [[ὅμιλος]] νέων, οἱ νέοι τοῦ ἔθνους τινός, Λατ. juventus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 672, Ἱκέτ. 686, Θεόκρ. 18. 24. - Ἡ λέξ. [[εἶναι]] Δωρική, [[ὅθεν]] κεῖται μόνον ἐν Λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· μνημονεύεται [[ὅμως]] καὶ ἔκ τινος κωμικοῦ τριμέτρου (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 57) ὑπὸ Φωτ., πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 38· περὶ δὲ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 103, ἴδε ἐν λ. [[νεαλής]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />troupe de jeunes gens ; <i>adj.</i> [[νεολαία]] χεὶρ γυναικῶν EUR les mains d’une troupe de jeunes femmes.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[λαός]].
}}
}}