3,277,119
edits
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῶσις''': -εως, ἡ, ([[τρώω]]) [[τραυματισμός]], «πλήγωμα», Ἱππ. Κεφαλ. Τρωμ. 826· τὰς Ὁμηρικὰς τῶν θεῶν τρώσεις ὑπ’ ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 20Ε, κλπ., Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10· ― [[βλάβη]] δένδρων, [[οἷον]] [[ἐλάτης]] καὶ τερμίνθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 1. | |lstext='''τρῶσις''': -εως, ἡ, ([[τρώω]]) [[τραυματισμός]], «πλήγωμα», Ἱππ. Κεφαλ. Τρωμ. 826· τὰς Ὁμηρικὰς τῶν θεῶν τρώσεις ὑπ’ ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 20Ε, κλπ., Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10· ― [[βλάβη]] δένδρων, [[οἷον]] [[ἐλάτης]] καὶ τερμίνθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de blesser, blessure.<br />'''Étymologie:''' [[τιτρώσκω]]. | |||
}} | }} |