Anonymous

τρῶσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῶσις''': -εως, ἡ, ([[τρώω]]) [[τραυματισμός]], «πλήγωμα», Ἱππ. Κεφαλ. Τρωμ. 826· τὰς Ὁμηρικὰς τῶν θεῶν τρώσεις ὑπ’ ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 20Ε, κλπ., Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10· ― [[βλάβη]] δένδρων, [[οἷον]] [[ἐλάτης]] καὶ τερμίνθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 1.
|lstext='''τρῶσις''': -εως, ἡ, ([[τρώω]]) [[τραυματισμός]], «πλήγωμα», Ἱππ. Κεφαλ. Τρωμ. 826· τὰς Ὁμηρικὰς τῶν θεῶν τρώσεις ὑπ’ ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 20Ε, κλπ., Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10· ― [[βλάβη]] δένδρων, [[οἷον]] [[ἐλάτης]] καὶ τερμίνθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 1.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de blesser, blessure.<br />'''Étymologie:''' [[τιτρώσκω]].
}}
}}