Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥώμη: Difference between revisions

From LSJ
390 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥώμη''': ἡ, (ἴδε [[ῥώομαι]]) σωματικὴ [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], Ἡρόδ. 1. 31, 8. 113· γυίων ῥ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 913· μεῖζον ἢ κατ’ ἐμὰν ῥώμαν Σοφ. Τρ. 1019· ἐπ’ ἀσθενοῦς ῥώμης ὠχούμεθ’ Εὐρ. Ὀρ. 69· ῥώμῃ χειρῶν χρῆσθαι Ἀντιφῶν. 127. 25· εἴ τῳ ... προλείποι ἡ ῥ. καὶ τὸ [[σῶμα]], δηλ. ἡ σωματικὴ [[αὐτοῦ]] [[ῥώμη]], [[δύναμις]], Θουκ. 7. 75· [[μετὰ]] ῥώμης ὁ αὐτ. 2. 43· ὑγίειαν καὶ ῥ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Β· τὴν ἰσχὺν [[δεῖνα]] καὶ τὴν ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 190Β· ῥ. καὶ τόλμῃ Δημ. 301. 26· ῥώμης [[ἀκμή]] Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1· - ἐν τῷ πληθ., πιστεύοντες ἐν ταῖς ἑαυτῶν ῥ. Λυσ. 169. 38· ταῖς τῶν σωμάτων ῥ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 19. 2) ἐπὶ ἐθνῶν, στρατῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὴν παροῦσαν νῦν ῥ. πόλεως Θουκ. 4. 18· τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐγεγένητό τις ῥ. ὁ αὐτ. 7. 18, πρβλ. 42., 4. 29. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 26· πνίγους Πλάτ. Νόμ. 633C· πνεύματ’ ἀνέμων ῥώμην ἔχει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 102· ὁμοίως, ῥ. ψυχῆς Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ἡδονῶν Πλάτ. Νόμ. 841Α· τοῦ λέγειν [[αὐτόθι]] 711Ε· λόγου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 267Α· τῆς τῶν λόγων ῥώμης Κρατῖνος Νεώτερος ἐν «Ταραντίνοις» 1. 4) οὐ μιᾷ ῥώμῃ, οὐχ ἑνὸς ῥώμῃ, λῃστὰς ἔφασκε συντυχόντας οὐ μιᾷ ῥώμῃ κτανεῖν νῦν, ἀλλὰ σὺν πλήθει χειρῶν Σοφ. Ο. Τ. 123· ὡς τὸ [[δύναμις]]. 5) στρατιωτικὴ [[δύναμις]], [[στράτευμα]], Ξεν. Ἀνάβ. 3. 3, 14, Ἑλλ. 7. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥώμη]]· [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], [[ὄγκος]], [[ὑγεία]], [[ἀνδρεία]]». ΙΙ. Ῥώμη, ἡ, κατὰ πρῶτον μνημονεύεται παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 568, πρβλ. Πλαῦτ. 1. 7, 5· θεοποιεῖται ἐν ἐπιγραφαῖς, θεὰ Ῥώμη Συλλ. Ἐπιγρ. 478, 2696, κ. ἀλλ.
|lstext='''ῥώμη''': ἡ, (ἴδε [[ῥώομαι]]) σωματικὴ [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], Ἡρόδ. 1. 31, 8. 113· γυίων ῥ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 913· μεῖζον ἢ κατ’ ἐμὰν ῥώμαν Σοφ. Τρ. 1019· ἐπ’ ἀσθενοῦς ῥώμης ὠχούμεθ’ Εὐρ. Ὀρ. 69· ῥώμῃ χειρῶν χρῆσθαι Ἀντιφῶν. 127. 25· εἴ τῳ ... προλείποι ἡ ῥ. καὶ τὸ [[σῶμα]], δηλ. ἡ σωματικὴ [[αὐτοῦ]] [[ῥώμη]], [[δύναμις]], Θουκ. 7. 75· [[μετὰ]] ῥώμης ὁ αὐτ. 2. 43· ὑγίειαν καὶ ῥ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Β· τὴν ἰσχὺν [[δεῖνα]] καὶ τὴν ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 190Β· ῥ. καὶ τόλμῃ Δημ. 301. 26· ῥώμης [[ἀκμή]] Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1· - ἐν τῷ πληθ., πιστεύοντες ἐν ταῖς ἑαυτῶν ῥ. Λυσ. 169. 38· ταῖς τῶν σωμάτων ῥ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 19. 2) ἐπὶ ἐθνῶν, στρατῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὴν παροῦσαν νῦν ῥ. πόλεως Θουκ. 4. 18· τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐγεγένητό τις ῥ. ὁ αὐτ. 7. 18, πρβλ. 42., 4. 29. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 26· πνίγους Πλάτ. Νόμ. 633C· πνεύματ’ ἀνέμων ῥώμην ἔχει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 102· ὁμοίως, ῥ. ψυχῆς Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ἡδονῶν Πλάτ. Νόμ. 841Α· τοῦ λέγειν [[αὐτόθι]] 711Ε· λόγου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 267Α· τῆς τῶν λόγων ῥώμης Κρατῖνος Νεώτερος ἐν «Ταραντίνοις» 1. 4) οὐ μιᾷ ῥώμῃ, οὐχ ἑνὸς ῥώμῃ, λῃστὰς ἔφασκε συντυχόντας οὐ μιᾷ ῥώμῃ κτανεῖν νῦν, ἀλλὰ σὺν πλήθει χειρῶν Σοφ. Ο. Τ. 123· ὡς τὸ [[δύναμις]]. 5) στρατιωτικὴ [[δύναμις]], [[στράτευμα]], Ξεν. Ἀνάβ. 3. 3, 14, Ἑλλ. 7. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥώμη]]· [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], [[ὄγκος]], [[ὑγεία]], [[ἀνδρεία]]». ΙΙ. Ῥώμη, ἡ, κατὰ πρῶτον μνημονεύεται παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 568, πρβλ. Πλαῦτ. 1. 7, 5· θεοποιεῖται ἐν ἐπιγραφαῖς, θεὰ Ῥώμη Συλλ. Ἐπιγρ. 478, 2696, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> force physique, <i>d’où</i><br /><b>1</b> vigueur du corps;<br /><b>2</b> <i>en parl. de cités, d’États</i> force provenant des ressources militaires, de la richesse, <i>etc. ; particul.</i> force militaire, armée;<br /><b>II.</b> <i>au mor.</i> force d’âme.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥω être fort ; v. [[ῥώννυμι]].
}}
}}