ῥώμη

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥώμη Medium diacritics: ῥώμη Low diacritics: ρώμη Capitals: ΡΩΜΗ
Transliteration A: rhṓmē Transliteration B: rhōmē Transliteration C: romi Beta Code: r(w/mh

English (LSJ)

ἡ, (ῥώομαι)
A bodily strength, might, Xenoph.2.11, Hdt.1.31, 8.113; γυίων ῥώμη A.Pers.913 (anap.); μεῖζον ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν S.Tr. 1019(lyr.); ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχούμεθ' E.Or.69; ἀκμαζούσῃ τῇ ῥώμῃ τῶν χειρῶν χρώμενος Antipho 4.3.3, cf. Agatho 27; εἴ τῳ.. προλίποι ἡ ῥώμη καὶ τὸ σῶμα, i.e. his bodily strength, Th.7.75; ὁ μετὰ ῥώμης γιγνόμενος θάνατος in the full strength or vigour of life, Id.2.43; ὑγίειαν καὶ ῥώμην Pl.Phdr. 270b; τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥώμην Id.Smp.190b; ῥώμη καὶ τόλμῃ D.18.220; ῥώμης ἀκμή Eub.7.6: pl., πιστεύοντες ταῖς αὑτῶν ῥώμαις Lys.24.16; ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις X.Cyr.3.3.19.
2 of nations, armies, and the like, τὴν παροῦσαν νῦν ῥ. πόλεως Th.4.18.
3 of things, strength, force, might, δορός E.Supp.26; πνίγους Pl.Lg. 633c; πνεύματ' ἀνέμων οὐκ ἀεὶ ῥώμην ἔχει E.HF102; also ῥώμη ψυχῆς X.Cyr.4.2.14; ἡδονῶν Pl.Lg.841a; ῥώμη τοῦ λέγειν ib.711e; λόγου Id.Phdr.267a; ἡ τῶν λόγων ῥώμη Cratin.Jun.7.3.
4 οὐ μιᾷ ῥώμῃ not single-handed, S.OT123: a force, i.e. army, X.An.3.3.14, HG7.4.16.
5 confidence, τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐγεγένητό τις ῥ., διότι τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας.. εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι Th.7.18, cf. 42, 4.29.

German (Pape)

[Seite 854] ἡ, 1) Leibesstärke, Kraft; Her. 1, 31; λέλυται γὰρ ἐμῶν γυίων ῥώμη, Aesch. Pers. 877; τοὔργον τόδε μεῖζον ἀνήκει ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν, Soph. Tr. 1015; ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχούμεθα, Eur. Or. 69; πνεύματ' ἀνέμων οὐκ ἀεὶ ῥώμήν ἔχει, Herc. F. 102; Plat. u. sonst; auch plur., πιστεύοντες ταῖς αὑτῶν ῥώμαις, Lys. 24, 16; τὰς αὑτῶν ῥώμας ἐπιδείκνυνται, Dem. 58, 65. – 2) Gewalt, Macht, Mut; πνίγους, Plat. Legg. I, 633 c; τοῦ λέγειν, IV, 711 e; auch Heeresmacht, Kriegsmacht, Xen. An. 3, 3, 14 Hell. 7, 4, 16; Ἑλλήνων, Isocr. 4, 125.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. force physique, d'où
1 vigueur du corps;
2 en parl. de cités, d'États force provenant des ressources militaires, de la richesse, etc. ; particul. force militaire, armée;
II. au mor. force d'âme.
Étymologie: R. Ῥω être fort ; v. ῥώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ῥώμη: дор. ῥώμα
1 сила, крепость, мощь (γυίων Aesch.; ἡδονῶν Plat.): ἡ ῥ. καὶ τὸ σῶμα Thuc. физическая сила; μιᾷ ῥώμῃ Soph. силой одного человека; ῥ. ψυχῆς Xen. душевная сила, мужество;
2 духовная мощь, мужество: μετὰ ῥώμης Thuc. мужественно;
3 могущество (πόλεως Thuc.);
4 вооруженные силы, войско (σὺν πολλῇ ῥώμῃ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥώμη: ἡ, (ἴδε ῥώομαι) σωματικὴ ἰσχύς, δύναμις, Ἡρόδ. 1. 31, 8. 113· γυίων ῥ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 913· μεῖζον ἢ κατ’ ἐμὰν ῥώμαν Σοφ. Τρ. 1019· ἐπ’ ἀσθενοῦς ῥώμης ὠχούμεθ’ Εὐρ. Ὀρ. 69· ῥώμῃ χειρῶν χρῆσθαι Ἀντιφῶν. 127. 25· εἴ τῳ ... προλείποι ἡ ῥ. καὶ τὸ σῶμα, δηλ. ἡ σωματικὴ αὐτοῦ ῥώμη, δύναμις, Θουκ. 7. 75· μετὰ ῥώμης ὁ αὐτ. 2. 43· ὑγίειαν καὶ ῥ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Β· τὴν ἰσχὺν δεῖνα καὶ τὴν ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 190Β· ῥ. καὶ τόλμῃ Δημ. 301. 26· ῥώμης ἀκμή Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1· - ἐν τῷ πληθ., πιστεύοντες ἐν ταῖς ἑαυτῶν ῥ. Λυσ. 169. 38· ταῖς τῶν σωμάτων ῥ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 19. 2) ἐπὶ ἐθνῶν, στρατῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὴν παροῦσαν νῦν ῥ. πόλεως Θουκ. 4. 18· τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐγεγένητό τις ῥ. ὁ αὐτ. 7. 18, πρβλ. 42., 4. 29. 3) ἐπὶ πραγμάτων, δύναμις, ἰσχύς, δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 26· πνίγους Πλάτ. Νόμ. 633C· πνεύματ’ ἀνέμων ῥώμην ἔχει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 102· ὁμοίως, ῥ. ψυχῆς Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ἡδονῶν Πλάτ. Νόμ. 841Α· τοῦ λέγειν αὐτόθι 711Ε· λόγου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 267Α· τῆς τῶν λόγων ῥώμης Κρατῖνος Νεώτερος ἐν «Ταραντίνοις» 1. 4) οὐ μιᾷ ῥώμῃ, οὐχ ἑνὸς ῥώμῃ, λῃστὰς ἔφασκε συντυχόντας οὐ μιᾷ ῥώμῃ κτανεῖν νῦν, ἀλλὰ σὺν πλήθει χειρῶν Σοφ. Ο. Τ. 123· ὡς τὸ δύναμις. 5) στρατιωτικὴ δύναμις, στράτευμα, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 3, 14, Ἑλλ. 7. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥώμη· δύναμις, ἰσχύς, ὄγκος, ὑγεία, ἀνδρεία». ΙΙ. Ῥώμη, ἡ, κατὰ πρῶτον μνημονεύεται παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 568, πρβλ. Πλαῦτ. 1. 7, 5· θεοποιεῖται ἐν ἐπιγραφαῖς, θεὰ Ῥώμη Συλλ. Ἐπιγρ. 478, 2696, κ. ἀλλ.

Greek Monotonic

ῥώμη: ἡ (ῥώομαι
I. σωματική δύναμη, ισχύς, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· οὐ μιᾷ ῥώμῃ, όχι η δύναμη ενός, όχι με τη δύναμη ενός μόνο, σε Σοφ.
II. στρατιωτική δύναμη, δηλ. στράτευμα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ῥώμη, ἡ, ῥώομαι
I. bodily strength, strength, might, Hdt., Trag., etc.; οὐ μιᾷ ῥώμῃ not single-handed, Soph.
II. a force, i. e. army, Xen.

Lexicon Thucydideum

robur, strength, vigor, 1.49.3, 2.43.6, 4.18.3, 5.14.1. 6.30.2, 6.85.1. 7.63.4. 7.75.4.7.77.2.
confidentia, confidence, assurance, 4.29.3, 7.18.2, 7.42.2.

Translations

strength

Arabic: قُوَّة‎; Egyptian Arabic: قوة‎; Hijazi Arabic: قُوَّة‎; Armenian: ուժ; Azerbaijani: güc, quvvə, qüvvət; Bashkir: көс; Basque: indar; Belarusian: сі́ла, моц; Bengali: বল, জোর; Bulgarian: сила, мощ; Catalan: força; Chinese Cantonese: 力量; Mandarin: 力氣/力气; Czech: síla, moc; Dutch: kracht, sterkte; Dzongkha: སྟོབས; Esperanto: forteco; Estonian: tugevus, jõud; Ewe: ŋusẽ; Faroese: styrki; Finnish: voimakkuus, voima, vahvuus; French: force, vigueur, effectif; Galician: forza; Georgian: სიძლიერე, ძალა, სიმტკიცე; German: Stärke, Kraft, Festigkeit, Mumm; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐌴𐌹; Greek: δύναμη; Ancient Greek: ἁδροσύνη, ἁδροτής, ἁδρότης, ἀλκή, ἀλκί, βία, βίη, βριαρότης, βρίμη, δρᾶσις, δύναμις, δύνασις, ἐρυμνότης, εὐσθένεια, εὐσωματία, ἐχυρότης, ἰναία, ἴς, ἰσχυρότης, ἰσχύς, κάρτος, κῖκυς, κραταιότης, κραταίωμα, κραταίωσις, κράτος, κρατυσμός, κρέτος, μένος, ῥώμη, ῥῶσις, σθένος, σφρίγος, τὸ ἰσχυρόν; Haitian Creole: fòs; Haryanvi: हंघा; Hebrew: חוזק‎; Hindi: शक्ति, ताक़त, बल; Hungarian: erő; Ido: forteso; Ingrian: voima, voimakkuus; Interlingua: fortia; Irish: urrúntacht; Italian: forza, vigore, energia; Japanese: 力; Kazakh: күш, дәрмен; Khakas: кӱс; Khmer: កម្លាំង; Korean: 힘; Kurdish Central Kurdish: ھێز‎; Kyrgyz: күч; Latgalian: vare, spāks; Latin: firmitudo, firmitas, robur, fortitudo; Latvian: spēks, stiprums, spēcīgums; Lithuanian: jėga; Macedonian: сила, моќ; Malagasy: hery; Malay: kekuatan; Malayalam: ശക്തി; Manchu: ᡥᡡᠰᡠᠨ; Maori: whirikoka; Mirandese: fuorça; Miyako: たや; Mòcheno: kròft; Mongolian: хүч; Navajo: adziil; Nepali: बल, तागत; Old French: esfort; Old Javanese: bala; Old Turkic: 𐰚𐰇𐰲‎; Orok: кусу; Oromo: jabina; Ossetian: тых; Ottoman Turkish: گوج‎; Persian: زور‎, قوت‎; Polish: siła, moc; Portuguese: força, vigor; Quechua: kallpa; Romanian: putere, forță; Russian: сила, мощь; Sanskrit: शक्ति, बल; Scottish Gaelic: lùths, neart, brìgh; Serbo-Croatian Cyrillic: снага, моћ, сила, јачина; Roman: snaga, moć, sila, jačina; Shan: ပလႃႉ; Shor: кӱш; Sichuan Yi: ꊋ; Slovak: sila, moc; Slovene: moč, sila; Somali: quwad, xoog; Southern Altai: кӱч; Spanish: fuerza, ñeque; Swahili: nguvu; Swedish: styrka; Tagalog: lakas; Tajik: қувват, зӯр; Tamil: பலம், கிற்பு, ஷக்தி; Tatar: көч; Telugu: బలము; Thai: แรง, กำลัง, ความแข็งแรง; Tibetan: སྟོབས; Tocharian B: maiyyo, warkṣäl; Turkish: kuvvet, güç; Turkmen: güýç; Tuvan: күш; Ugaritic: 𐎓𐎇; Ukrainian: сила, міць; Urdu: شکتی‎, زور‎; Uyghur: كۈچ‎; Uzbek: kuch, quvvat; Vietnamese: sức mạnh; Vilamovian: kroft; Walloon: foice; West Frisian: animo; Xhosa: amandla; Yakut: күүс; Yiddish: שטאַרקײַט‎, כּוח‎; Zulu: amandla