Anonymous

ἀπονίναμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] [[αὐτοῦ]], ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ [[ἀπόναιο]], «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· [[τιμῆς]] [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική [[συχνάκις]] παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε [[Θησεύς]]... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη [[ὅμως]], Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ [[ἀπόνητο]] Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.
|lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] [[αὐτοῦ]], ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ [[ἀπόναιο]], «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· [[τιμῆς]] [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική [[συχνάκις]] παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε [[Θησεύς]]... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη [[ὅμως]], Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ [[ἀπόνητο]] Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ’ ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]].
}}
}}