Anonymous

ἱμαντόπους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμαντόπους''': ποδος, ὁ, ὡς τὸ Λατ. loripes, ὁ ἔχων τὰς κνήμας στρεβλάς: ἰδίως, 1) [[ὄνομα]] ἔθνους τινὸς Αἰθιοπικοῦ, Πλιν. Π. Ν. 3. 8, Ἀπολλόδ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 767. 2) [[εἶδος]] ὑδροβίου πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξευτ. 2. 9.
|lstext='''ἱμαντόπους''': ποδος, ὁ, ὡς τὸ Λατ. loripes, ὁ ἔχων τὰς κνήμας στρεβλάς: ἰδίως, 1) [[ὄνομα]] ἔθνους τινὸς Αἰθιοπικοῦ, Πλιν. Π. Ν. 3. 8, Ἀπολλόδ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 767. 2) [[εἶδος]] ὑδροβίου πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξευτ. 2. 9.
}}
{{bailly
|btext=-ποδος (ὁ) [ῐ],<br />aux longues jambes <i>ou</i> aux jambes flexibles (<i>cf. lat.</i> loripes) :<br /><b>   1</b>. [[οἱ]] ἱμαντόποδες, les hommes aux longues jambes <i>ou</i> aux jambes flexibles, <i>n. d’une tribu éthiopienne</i>, TZETZ. <i>Hist</i>. 7.767, PLIN. <i>HN</i> 3.8;<br /><b>   2</b>. échasse, <i>oiseau à longues pattes</i>, OPP. <i>Ix</i>. 2.9.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]], [[πούς]].
}}
}}