3,277,759
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρενοβλᾰβής''': -ές, ([[βλάπτω]]) ὁ βεβλαμμένος τὰς φρένας, [[παράφρων]], [[μανικός]], Λατ. mente captus, Ἡρόδ. 2. 120, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 5. 8, Λουκ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34. | |lstext='''φρενοβλᾰβής''': -ές, ([[βλάπτω]]) ὁ βεβλαμμένος τὰς φρένας, [[παράφρων]], [[μανικός]], Λατ. mente captus, Ἡρόδ. 2. 120, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 5. 8, Λουκ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui a la raison atteinte, fou.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], [[βλάπτω]]. | |||
}} | }} |