Anonymous

ἀειπάρθενος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀειπάρθενος''': ἡ, ἡ ἀεὶ [[παρθένος]], Σαπφ. 96. (ἐν Αἰολ. τύπ. ἀϊπ-, πρβλ. Cramer An. Par. 3. 321.), Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνσταντ. 17· ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων ἐν Ρώμῃ: αἱ ἱέριαι αἱ ἀειπ., Δίων Κ. 56. 5, πρβλ. 59. 3. 2) ἐν τῇ Πυθαγ. γλώσσῃ ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 7, Φίλων 1. 46, 497, πρβλ. [[ἄγονος]], ΙΙ. 1.
|lstext='''ἀειπάρθενος''': ἡ, ἡ ἀεὶ [[παρθένος]], Σαπφ. 96. (ἐν Αἰολ. τύπ. ἀϊπ-, πρβλ. Cramer An. Par. 3. 321.), Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνσταντ. 17· ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων ἐν Ρώμῃ: αἱ ἱέριαι αἱ ἀειπ., Δίων Κ. 56. 5, πρβλ. 59. 3. 2) ἐν τῇ Πυθαγ. γλώσσῃ ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 7, Φίλων 1. 46, 497, πρβλ. [[ἄγονος]], ΙΙ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />toujours vierge, qui fait vœu de chasteté <i>en parl. des Vestales</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], [[παρθένος]].
}}
}}