3,277,242
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀειπάρθενος''': ἡ, ἡ ἀεὶ [[παρθένος]], Σαπφ. 96. (ἐν Αἰολ. τύπ. ἀϊπ-, πρβλ. Cramer An. Par. 3. 321.), Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνσταντ. 17· ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων ἐν Ρώμῃ: αἱ ἱέριαι αἱ ἀειπ., Δίων Κ. 56. 5, πρβλ. 59. 3. 2) ἐν τῇ Πυθαγ. γλώσσῃ ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 7, Φίλων 1. 46, 497, πρβλ. [[ἄγονος]], ΙΙ. 1. | |lstext='''ἀειπάρθενος''': ἡ, ἡ ἀεὶ [[παρθένος]], Σαπφ. 96. (ἐν Αἰολ. τύπ. ἀϊπ-, πρβλ. Cramer An. Par. 3. 321.), Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνσταντ. 17· ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων ἐν Ρώμῃ: αἱ ἱέριαι αἱ ἀειπ., Δίων Κ. 56. 5, πρβλ. 59. 3. 2) ἐν τῇ Πυθαγ. γλώσσῃ ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 7, Φίλων 1. 46, 497, πρβλ. [[ἄγονος]], ΙΙ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />toujours vierge, qui fait vœu de chasteté <i>en parl. des Vestales</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], [[παρθένος]]. | |||
}} | }} |