Anonymous

ἀναγράφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναγράφω''': συντετμ. [[ἀγγράφω]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, 5774. 126: (ἴδε [[γράφω]]). Ἐγχαράττω καὶ στήνω· ἰδίως ἐγχαράττω ἐπὶ πλακὸς τεθειμένης ἐν [[δημοσίᾳ]] τινὶ θέσει συνθήκας, νόμους καὶ δημοσίας πράξεις, ἐγχαράττω, [[ἀναγράφω]], τὰς δὲ ξυνθήκας ἀναγράψαι ἐν στήλῃ λιθίνῃ Θουκ. 5, 47· νόμους ἐν τῇ στοᾷ Ἀνεκ. 11. 22: τὰ συμβόλαια καὶ τὰς κρίσεις πρὸς [[ἀρχήν]] τινα Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 7· ἀναγρ. τι εἰς στήλην, εἰς [[λεύκωμα]], κτλ., Λυκοῦργ. 164. 30, Δημ. 707. 12· τὴν προξενίαν ἀναγραψάτω καὶ ἀναθέτω (πρβλ. [[ἀνατίθημι]] ΙΙ) Συλλ. Ἐπιγρ. 1335. 20, πρβλ. 1570. 46· [[οὕτως]], ἀγγραψάτω 1052. 13: - Μέσ. ἀναγράψασθαι συνθήκας, καταγράψαι, ἀναγράψαι αὐτάς, Ἀππ. Μιθρ. 70. 2) ἐπὶ προσώπ. [[ἐγγράφω]], [[ἀναγράφω]], σημειῶ τὸ ὄνομά τινος κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, στηλίτην ἀναγρ. τινὰ Ἰσοκρ. 348D: - Παθ., ἐγγράφομαι, καταγράφομαι εἰς δημόσιον πίνακα, ἀναγραφῆναι [[πατρόθεν]] Ἡρόδ. 6. 14., 8. 90· ἀναγράφεσθαι [[εὐεργέτης]], νὰ ἀναγραφῇ ὡς εὐεργ., ὡς ἦτο [[συνήθεια]] παρὰ τοῖς Πέρσαις, ὁ αὐτ. 8. 85· πρβλ. Θουκ. 1. 129, Λυσ. 159. 39· [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[φράσις]] περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν, μέγιστος [[εὐεργέτης]] παρ’ ἐμοὶ ἀναγεγράψει Πλάτ. Γοργ. 506C, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 3, 11· οὕτω καί, Ἄρθμιον.. ἐχθρὸν αὐτῶν ἀνέγραψαν Δημ. 122. 10· ἐν τοῖς φίλοις ἀν. τινὰ Δίων Κ. 38. 44. Εὐβούλου κούρα ἀνεγραφόμαν, ἔγεινα θετὴ [[αὐτοῦ]] [[θυγάτηρ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 205. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀναγρ. στήλην, [[ἀνεγείρω]] στήλην ἔχουσαν ἐπιγραφήν, Λυσ. 185. 12. ΙΙ. [[γράφω]], ἐκθέτω, [[περιγράφω]], Ξεν. Ἱππ. 1. 6· ὅσα [[ἄμφω]] ξυνέγραψαν, [[ταῦτα]] ἐγὼ ἀναγράψω Ἀρρ. ἐν προοιμίῳ. 2) [[σύρω]] γραμμὰς καὶ [[ἀναγράφω]] σχήματα μαθηματικῶς, Πλάτ. Μένων 83Α (ἐν τῷ μέσ.)· [[οὕτως]], ἀναγράφειν τὰς τῆς γῆς περιόδους Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 13. ΙΙΙ. [[ὀνομάζω]], ἀποκαλῶ, δίδω [[ὄνομα]] εἴς τι, Λούκουλλος ἀναγέγραπται τὸ [[βιβλίον]] Πλουτ. Λούκουλλ. 42. IV. συμπληρῶ τὰ συντόμως ἐκπεφρασμένα, ἀντιτίθεται τῷ [[περιγράφω]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 17, πρβλ. Φιλόστρ. 838.
|lstext='''ἀναγράφω''': συντετμ. [[ἀγγράφω]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, 5774. 126: (ἴδε [[γράφω]]). Ἐγχαράττω καὶ στήνω· ἰδίως ἐγχαράττω ἐπὶ πλακὸς τεθειμένης ἐν [[δημοσίᾳ]] τινὶ θέσει συνθήκας, νόμους καὶ δημοσίας πράξεις, ἐγχαράττω, [[ἀναγράφω]], τὰς δὲ ξυνθήκας ἀναγράψαι ἐν στήλῃ λιθίνῃ Θουκ. 5, 47· νόμους ἐν τῇ στοᾷ Ἀνεκ. 11. 22: τὰ συμβόλαια καὶ τὰς κρίσεις πρὸς [[ἀρχήν]] τινα Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 7· ἀναγρ. τι εἰς στήλην, εἰς [[λεύκωμα]], κτλ., Λυκοῦργ. 164. 30, Δημ. 707. 12· τὴν προξενίαν ἀναγραψάτω καὶ ἀναθέτω (πρβλ. [[ἀνατίθημι]] ΙΙ) Συλλ. Ἐπιγρ. 1335. 20, πρβλ. 1570. 46· [[οὕτως]], ἀγγραψάτω 1052. 13: - Μέσ. ἀναγράψασθαι συνθήκας, καταγράψαι, ἀναγράψαι αὐτάς, Ἀππ. Μιθρ. 70. 2) ἐπὶ προσώπ. [[ἐγγράφω]], [[ἀναγράφω]], σημειῶ τὸ ὄνομά τινος κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, στηλίτην ἀναγρ. τινὰ Ἰσοκρ. 348D: - Παθ., ἐγγράφομαι, καταγράφομαι εἰς δημόσιον πίνακα, ἀναγραφῆναι [[πατρόθεν]] Ἡρόδ. 6. 14., 8. 90· ἀναγράφεσθαι [[εὐεργέτης]], νὰ ἀναγραφῇ ὡς εὐεργ., ὡς ἦτο [[συνήθεια]] παρὰ τοῖς Πέρσαις, ὁ αὐτ. 8. 85· πρβλ. Θουκ. 1. 129, Λυσ. 159. 39· [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[φράσις]] περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν, μέγιστος [[εὐεργέτης]] παρ’ ἐμοὶ ἀναγεγράψει Πλάτ. Γοργ. 506C, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 3, 11· οὕτω καί, Ἄρθμιον.. ἐχθρὸν αὐτῶν ἀνέγραψαν Δημ. 122. 10· ἐν τοῖς φίλοις ἀν. τινὰ Δίων Κ. 38. 44. Εὐβούλου κούρα ἀνεγραφόμαν, ἔγεινα θετὴ [[αὐτοῦ]] [[θυγάτηρ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 205. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀναγρ. στήλην, [[ἀνεγείρω]] στήλην ἔχουσαν ἐπιγραφήν, Λυσ. 185. 12. ΙΙ. [[γράφω]], ἐκθέτω, [[περιγράφω]], Ξεν. Ἱππ. 1. 6· ὅσα [[ἄμφω]] ξυνέγραψαν, [[ταῦτα]] ἐγὼ ἀναγράψω Ἀρρ. ἐν προοιμίῳ. 2) [[σύρω]] γραμμὰς καὶ [[ἀναγράφω]] σχήματα μαθηματικῶς, Πλάτ. Μένων 83Α (ἐν τῷ μέσ.)· [[οὕτως]], ἀναγράφειν τὰς τῆς γῆς περιόδους Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 13. ΙΙΙ. [[ὀνομάζω]], ἀποκαλῶ, δίδω [[ὄνομα]] εἴς τι, Λούκουλλος ἀναγέγραπται τὸ [[βιβλίον]] Πλουτ. Λούκουλλ. 42. IV. συμπληρῶ τὰ συντόμως ἐκπεφρασμένα, ἀντιτίθεται τῷ [[περιγράφω]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 17, πρβλ. Φιλόστρ. 838.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναγράψω, <i>ao.</i> ἀνέγραψα;<br /><i>Pass. f.2</i> ἀναγραφήσομαι, <i>ao.2</i> ἀνεγράφην, <i>pf.</i> ἀναγέγραμμαι;<br /><b>1</b> inscrire, graver sur : [[ἀν]]. [[τι]] [[ἐν]] στήλῃ, τινὰ [[ἐς]] στήλην inscrire qch, le nom de qqn sur une stèle ; στηλίτην [[ἀν]]. τινά ISOCR inscrire sur une stèle le nom de qqn;<br /><b>2</b> [[ἀν]]. στήλην LYS dresser une stèle avec une inscription;<br /><b>3</b> intituler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[γράφω]].
}}
}}