3,274,754
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φείδομαι''': παρατ. φείδοντο ([[ἄνευ]] αὐξήσ.) ἔτι καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Ἠλ. 716, [[μετὰ]] δίφθογγον ἐν τέλ. τοῦ προηγουμ. στίχου· μέλλ. φείσομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 312, Πλάτ., κλπ., Ἐπικ. πεφῐδήσομαι Ἰλ. Ο. 215· ― ἀόρ. αϳ ἐφεισάμην Ἀττικ., Ἐπικ. γϳ ἑνικ. φείσατο Ἰλ. Ω. 236· ― κατ’ Ἐπικ. ἀναδιπλ. ἀόρ. βϳ πεφῐδόμην, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν τῇ εὐκτ. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Ὀδ. Ι. 277, Ἰλ. Υ. 464, ἀπαρ. [[πεφιδέσθαι]] Φ. 101· ― μετοχ. πρκμ. πεφεισμένος Δίων Κ., Λουκ.· Ἐπικ. προστ. πεφίδησο Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 16· μετοχ. πεφιδημένος Νόνν. Δ. 12. 39, 2· ― ἀποθ. Φείδομαι, «λυποῦμαι», οἰκονομῶ, μεταχειρίζομαι [[μετὰ]] φειδοῦς, Λατ. parcere. Ι. [[φείδομαι]] προσώπων ἢ πραγμάτων ἐν πολέμῳ, «λυποῦμαι», δὲν [[καταστρέφω]], [[μετὰ]] γεν., Τρώων Ἰλ. Φ. 101· ἀνδρὸς Ω. 158. 187, πρβλ. Ὀδ. Ι. 277, Χ. 54· Ἰλίου Ἰλ. Ο. 215· ἀπ’ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατο Αἰσχύλ. Θήβ. 412· μὴ φείσῃ βίου, μὴ «λυπηθῇς» τὴν ζωήν μου, Σοφ. Φιλ. 749· μὴ φείδεσθε... στρατοῦ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 844· [[οὔτε]] ἰδίου [[οὔτε]] δημοσίου οἰκοδομήματος φ. Θουκ. 1. 90, πρβλ. 3. 74· ― ἀπολ., δεικνύω οἶκτον, εἶμαι [[ἐλεήμων]], [[αὐτόθι]] 59. ΙΙ. μεταχειρίζομαι [[μετὰ]] φειδοῦς, ποιοῦμαι μετρίαν χρῆσιν τινος, ἵππων φειδόμενος, δηλ. φροντίζων περὶ αὐτῶν, λαμβάνων πρόνοιαν περὶ αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 202· φ. πίθου [[μεσσόθι]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367· φ. ὃν εἶχε βίον ([[ἔνθα]] ἢ διορθωτέον βίου ἢ [[ἑρμηνευτέον]] τὴν αἰτιατ. βίον καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ἀναφορικόν), Θέογν. 908· ἱερῶν κτεάνων φ. Σόλων 3. 13· φείδεσθε τοὐλαίου [[σφόδρα]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 15· ― ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας συνηθέστατα μετ’ ἀρνήσεως, οὐ [[φείδομαι]], δὲν [[φείδομαι]], δίδω ἐλευθερίως, [[οὐδέ]] νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Ἰλ. Ξ. 236· μὴ φείδεο σίτου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· θνήσκωμεν ψυχέων [[μηκέτι]] φειδόμενοι Τυρταῖος 7. 14, πρβλ. 12. 5· οὐ φείσατο νευρᾶς Πινδ. Ι. 6 (5), 50· φείδεο τῶν [[νηῶν]], [[μηδὲ]] ναυμαχίην ποίεο (πρβλ. ἀφειδὴς Ι. 2) Ἡρόδ. 8. 68, 1· τούτων φ. μηδενὸς ὁ αὐτ. 9. 41, πρβλ. 39· φείδοντο [[κέντρων]] οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 716· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 115· τί φειδόμεσθα τῶν λίθων; διὰ τί δὲν κάμνομεν χρῆσιν αὐτῶν; Ἀριστοφ. Ἀχ. 319· φ. αὐτῶν οὔτ’ ἐν πόνοις Ξεν. Κύρ. 4. 2, 1, πρβλ. 7. 1, 29· [[οὔτε]] τοῦ σώματος [[οὔτε]] τῶν ὄντων Ἀνδοκ. 21, 15· [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων Πλάτ. Φαίδων 78A. 2) ἀπολ., εἶμαι [[φειδωλός]], ζῶ [[μετὰ]] φειδοῦς, φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Θέογν. 931· [[ἰδίᾳ]] μὲν φ., [[δημοσίᾳ]] δὲ λειτουργῶν [[ἥδομαι]] Λυσί. 163. 8· τοὺς φειδομένους καὶ τοὺς ἀκριβῶς διαιτῶντας Ἀνδοκ. 33. 19· οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. Δημ. 753. 25· ― [[συχν]]. ἡ μετοχ. φειδόμενος, η, ον, ὡς ἐπίθ. = [[φειδωλός]], Ἀριστοφ. Πλ. 247, 553, κλπ.· ὄμμασι φειδομένοις, μὲ ὄμματα διστάζοντα, δειλά, Ἀνθ. Π. 12, 21, πρβλ. 5. 216, 269· αἱ μὴ φ. (ἐξυπακ. μέλισσαι), αἱ μὴ φειδωλαί, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· [[οὕτως]] ἔπαινοι [[πάνυ]] πεφεισμένοι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 59· πεφιδημένα δάκτυλα Νόνν. Δ. 12. 392· τὸ φειδόμενον Πλούτ. 2. 972F. ― Ἐπίρρ. φειδομένως, [[μετὰ]] φειδοῦς, Βϳ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θϳ, 6, Πλουτ. Ἀλέξ. 25· [[πεφεισμένως]] Ἱππ. 1187F. ΙΙΙ. ἀποχωρῶ, [[ἀπομακρύνομαι]] ἔκ τινος, Λατιν. abstinere, κελεύθου Πινδ. Ν. 9. 46· τοῦ κινδύνου Ξεν. Κύρ. 5. 5, 18· τῆς θήρας Βίων 2, 12· τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19, Ἑλλην. 7. 1, 24· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς Σοφ. Αἴ. 115, πρβλ. Εὐριπ. Μήδ. 401, κλπ.· (καὶ ἀπολ. μὴ φείδεσθε ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1285· φείδου μηδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1044, κλπ.)· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρεμφ., παύομαι πράττων τι, ἀπέχομαι τῆς πράξεώς τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 393, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσωνα (387), Ξεν. Κύρ. 1. 6, 35· [[ὡσαύτως]], φ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Πλάτ. Πολ. 574B. IV. παρὰ τοῖς Ἑβδομ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[μετὰ]] πολλῶν ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν, [[φείδομαι]] ἐπί τινι, ἐλεῶ, κατελεῶ τινα, Ἱερεμ. ΙΕϳ, 5, ΚΑϳ, 7· ἐπί τινα ὁ αὐτ. ΚΗϳ, 3· φ. [[περί]] τινος, ἀπέχομαί τινος, Βϳ Βασιλ. ΙΒϳ, 6, Σειρὰχ ΙΓϳ, 12· φ. ὑπέρ τινος, Ἰωνᾶς Δϳ, 10· ἀπό τινος Αϳ Βασιλ. ΙΕϳ, 3, Ἰεζεκ. ΚΔϳ, 21· ἔτι ἴδε καὶ φ. τι ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, [[ἀποκρούω]], Ἰὼβ Λϳ, 10· φ. τινος ἀπό τινος ὁ αὐτ. ΛΓϳ, 18, Ψαλμ. ΙΗϳ, 14, ΟΖϳ, 50. ― Καὶ συνῃρ. [[τύπος]] φειδέομαι Εὐσ. παρὰ Στοβ. 130. 33. | |lstext='''φείδομαι''': παρατ. φείδοντο ([[ἄνευ]] αὐξήσ.) ἔτι καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Ἠλ. 716, [[μετὰ]] δίφθογγον ἐν τέλ. τοῦ προηγουμ. στίχου· μέλλ. φείσομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 312, Πλάτ., κλπ., Ἐπικ. πεφῐδήσομαι Ἰλ. Ο. 215· ― ἀόρ. αϳ ἐφεισάμην Ἀττικ., Ἐπικ. γϳ ἑνικ. φείσατο Ἰλ. Ω. 236· ― κατ’ Ἐπικ. ἀναδιπλ. ἀόρ. βϳ πεφῐδόμην, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν τῇ εὐκτ. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Ὀδ. Ι. 277, Ἰλ. Υ. 464, ἀπαρ. [[πεφιδέσθαι]] Φ. 101· ― μετοχ. πρκμ. πεφεισμένος Δίων Κ., Λουκ.· Ἐπικ. προστ. πεφίδησο Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 16· μετοχ. πεφιδημένος Νόνν. Δ. 12. 39, 2· ― ἀποθ. Φείδομαι, «λυποῦμαι», οἰκονομῶ, μεταχειρίζομαι [[μετὰ]] φειδοῦς, Λατ. parcere. Ι. [[φείδομαι]] προσώπων ἢ πραγμάτων ἐν πολέμῳ, «λυποῦμαι», δὲν [[καταστρέφω]], [[μετὰ]] γεν., Τρώων Ἰλ. Φ. 101· ἀνδρὸς Ω. 158. 187, πρβλ. Ὀδ. Ι. 277, Χ. 54· Ἰλίου Ἰλ. Ο. 215· ἀπ’ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατο Αἰσχύλ. Θήβ. 412· μὴ φείσῃ βίου, μὴ «λυπηθῇς» τὴν ζωήν μου, Σοφ. Φιλ. 749· μὴ φείδεσθε... στρατοῦ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 844· [[οὔτε]] ἰδίου [[οὔτε]] δημοσίου οἰκοδομήματος φ. Θουκ. 1. 90, πρβλ. 3. 74· ― ἀπολ., δεικνύω οἶκτον, εἶμαι [[ἐλεήμων]], [[αὐτόθι]] 59. ΙΙ. μεταχειρίζομαι [[μετὰ]] φειδοῦς, ποιοῦμαι μετρίαν χρῆσιν τινος, ἵππων φειδόμενος, δηλ. φροντίζων περὶ αὐτῶν, λαμβάνων πρόνοιαν περὶ αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 202· φ. πίθου [[μεσσόθι]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367· φ. ὃν εἶχε βίον ([[ἔνθα]] ἢ διορθωτέον βίου ἢ [[ἑρμηνευτέον]] τὴν αἰτιατ. βίον καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ἀναφορικόν), Θέογν. 908· ἱερῶν κτεάνων φ. Σόλων 3. 13· φείδεσθε τοὐλαίου [[σφόδρα]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 15· ― ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας συνηθέστατα μετ’ ἀρνήσεως, οὐ [[φείδομαι]], δὲν [[φείδομαι]], δίδω ἐλευθερίως, [[οὐδέ]] νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Ἰλ. Ξ. 236· μὴ φείδεο σίτου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· θνήσκωμεν ψυχέων [[μηκέτι]] φειδόμενοι Τυρταῖος 7. 14, πρβλ. 12. 5· οὐ φείσατο νευρᾶς Πινδ. Ι. 6 (5), 50· φείδεο τῶν [[νηῶν]], [[μηδὲ]] ναυμαχίην ποίεο (πρβλ. ἀφειδὴς Ι. 2) Ἡρόδ. 8. 68, 1· τούτων φ. μηδενὸς ὁ αὐτ. 9. 41, πρβλ. 39· φείδοντο [[κέντρων]] οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 716· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 115· τί φειδόμεσθα τῶν λίθων; διὰ τί δὲν κάμνομεν χρῆσιν αὐτῶν; Ἀριστοφ. Ἀχ. 319· φ. αὐτῶν οὔτ’ ἐν πόνοις Ξεν. Κύρ. 4. 2, 1, πρβλ. 7. 1, 29· [[οὔτε]] τοῦ σώματος [[οὔτε]] τῶν ὄντων Ἀνδοκ. 21, 15· [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων Πλάτ. Φαίδων 78A. 2) ἀπολ., εἶμαι [[φειδωλός]], ζῶ [[μετὰ]] φειδοῦς, φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Θέογν. 931· [[ἰδίᾳ]] μὲν φ., [[δημοσίᾳ]] δὲ λειτουργῶν [[ἥδομαι]] Λυσί. 163. 8· τοὺς φειδομένους καὶ τοὺς ἀκριβῶς διαιτῶντας Ἀνδοκ. 33. 19· οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. Δημ. 753. 25· ― [[συχν]]. ἡ μετοχ. φειδόμενος, η, ον, ὡς ἐπίθ. = [[φειδωλός]], Ἀριστοφ. Πλ. 247, 553, κλπ.· ὄμμασι φειδομένοις, μὲ ὄμματα διστάζοντα, δειλά, Ἀνθ. Π. 12, 21, πρβλ. 5. 216, 269· αἱ μὴ φ. (ἐξυπακ. μέλισσαι), αἱ μὴ φειδωλαί, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· [[οὕτως]] ἔπαινοι [[πάνυ]] πεφεισμένοι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 59· πεφιδημένα δάκτυλα Νόνν. Δ. 12. 392· τὸ φειδόμενον Πλούτ. 2. 972F. ― Ἐπίρρ. φειδομένως, [[μετὰ]] φειδοῦς, Βϳ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θϳ, 6, Πλουτ. Ἀλέξ. 25· [[πεφεισμένως]] Ἱππ. 1187F. ΙΙΙ. ἀποχωρῶ, [[ἀπομακρύνομαι]] ἔκ τινος, Λατιν. abstinere, κελεύθου Πινδ. Ν. 9. 46· τοῦ κινδύνου Ξεν. Κύρ. 5. 5, 18· τῆς θήρας Βίων 2, 12· τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19, Ἑλλην. 7. 1, 24· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς Σοφ. Αἴ. 115, πρβλ. Εὐριπ. Μήδ. 401, κλπ.· (καὶ ἀπολ. μὴ φείδεσθε ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1285· φείδου μηδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1044, κλπ.)· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρεμφ., παύομαι πράττων τι, ἀπέχομαι τῆς πράξεώς τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 393, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσωνα (387), Ξεν. Κύρ. 1. 6, 35· [[ὡσαύτως]], φ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Πλάτ. Πολ. 574B. IV. παρὰ τοῖς Ἑβδομ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[μετὰ]] πολλῶν ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν, [[φείδομαι]] ἐπί τινι, ἐλεῶ, κατελεῶ τινα, Ἱερεμ. ΙΕϳ, 5, ΚΑϳ, 7· ἐπί τινα ὁ αὐτ. ΚΗϳ, 3· φ. [[περί]] τινος, ἀπέχομαί τινος, Βϳ Βασιλ. ΙΒϳ, 6, Σειρὰχ ΙΓϳ, 12· φ. ὑπέρ τινος, Ἰωνᾶς Δϳ, 10· ἀπό τινος Αϳ Βασιλ. ΙΕϳ, 3, Ἰεζεκ. ΚΔϳ, 21· ἔτι ἴδε καὶ φ. τι ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, [[ἀποκρούω]], Ἰὼβ Λϳ, 10· φ. τινος ἀπό τινος ὁ αὐτ. ΛΓϳ, 18, Ψαλμ. ΙΗϳ, 14, ΟΖϳ, 50. ― Καὶ συνῃρ. [[τύπος]] φειδέομαι Εὐσ. παρὰ Στοβ. 130. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[φείσομαι]], <i>ao.</i> [[ἐφεισάμην]], <i>pf.</i> πέφεισμαι;<br />épargner, ménager, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> traiter avec ménagement : τινος qqn ; ἵππων IL ménager des chevaux ; Ἰλίου IL épargner Ilion ; [[οὐ]] φ. βίου SOPH, ψυχῆς DÉM ne pas ménager sa vie, la risquer hardiment <i>ou</i> la sacrifier ; être modéré, doux, clément ; τὸ φειδόμενον PLUT ménagement;<br /><b>II.</b> employer avec ménagement, user avec ménagement de, être économe <i>ou</i> avare de, ne pas vouloir donner, gén. ; <i>abs.</i> être ménager, économe;<br /><b>III.</b> s’abstenir de, <i>d’où</i><br /><b>1</b> éviter, gén.;<br /><b>2</b> se dispenser de, omettre de, s’épargner la peine de, inf.;<br /><b>3</b> se garder de, <i>avec</i> [[μή]] et l’inf..<br />'''Étymologie:''' R. Φιδ, ménager. | |||
}} | }} |