3,277,206
edits
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρύψις''': -εως, ἡ, ([[κρύπτω]]) [[ἀπόκρυψις]], «κρύψιμον», κρύπτεσθαι κρύψιν Εὐρ. Βάκχ. 953· ἀντίθετ. τῷ [[φάσις]], ἐπὶ ἀστέρων, [[ἐπισκίασις]], [[ἔκλειψις]], Τίμ. Λοκρ. 97Β· [[ἐξαφάνισις]], Πλούτ. 2. 366D. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ [[κρύψις]] [[εἶναι]] [[μέθοδος]] δι’ ἧς νὰ ἀποκρύπτῃ τις τὸν σκοπὸν καὶ τὰς βλέψεις [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8· πρβλ. [[κρύπτω]] Ι. 5, καὶ [[κρυπτικός]]. | |lstext='''κρύψις''': -εως, ἡ, ([[κρύπτω]]) [[ἀπόκρυψις]], «κρύψιμον», κρύπτεσθαι κρύψιν Εὐρ. Βάκχ. 953· ἀντίθετ. τῷ [[φάσις]], ἐπὶ ἀστέρων, [[ἐπισκίασις]], [[ἔκλειψις]], Τίμ. Λοκρ. 97Β· [[ἐξαφάνισις]], Πλούτ. 2. 366D. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ [[κρύψις]] [[εἶναι]] [[μέθοδος]] δι’ ἧς νὰ ἀποκρύπτῃ τις τὸν σκοπὸν καὶ τὰς βλέψεις [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8· πρβλ. [[κρύπτω]] Ι. 5, καὶ [[κρυπτικός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de cacher ; <i>particul.</i> action de cacher sa pensée, dissimulation;<br /><b>2</b> action d’être caché <i>ou</i> de se cacher, action de disparaître.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]]. | |||
}} | }} |