κρύψις

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύψις Medium diacritics: κρύψις Low diacritics: κρύψις Capitals: ΚΡΥΨΙΣ
Transliteration A: krýpsis Transliteration B: krypsis Transliteration C: krypsis Beta Code: kru/yis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (κρύπτω)
A hiding, concealment, κρυφθῆναι κρύψιν E. Ba.955, cf. Plb.10.46.3; opp. φάσις, of stars, disappearance below the horizon, Gem.13.2, al., Ti.Locr.97b (pl.); occultation, Theo Sm. p.192 H. (pl.); heliacal setting, Metrod.Herc.831.10, Ptol.Alm.8.4, Tetr.4, Theo Sm.p.137 H.; of new moon, Ptol.Tetr.22; disappearance, Plu.2.366d.
2 suppression, ἐπιμηνίων Gal.19.495.
3 concealment of stolen goods, Arist.Rh.1372a32.
4 mystery, secret, κρύψιν μεγάλην ἀνυμνοῦντες Dam.Pr.52bis.
5 (theology), krypsis; the doctrine that Christ, during His state of humiliation, continued to possess in a veiled way the divine attributes of omnipotence, omniscience, etc.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de cacher ; particul. action de cacher sa pensée, dissimulation;
2 action d'être caché ou de se cacher, action de disparaître.
Étymologie: κρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύψις -εως, ἡ [κρύπτω] het verbergen; als acc. v. h. inw. obj.: κρύψῃ σὺ κρύψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών jij zult verborgen worden waar je verborgen dient te zijn Eur. Ba. 955. schuilplaats:. φράζει... τὴν ἐν Ἀφίδναις κρύψιν αὐτῆς hij onthulde haar schuilplaats in Aphidnae Plut. Thes. 32.3.

German (Pape)

ἡ, das Verbergen, Verheimlichen; κρύψει σὺ κρύψιν ἤν σε κρυφθῆναι χρεών Eur. Bacch. 953; Gegensatz φάσις, von den Gestirnen, das Verschwinden, Tim.Locr. 97b, wie ὕδατος Plut. Is. et Os. 39. – Bes. auch die Kunst, seine wahre Meinung im Disputieren zu verbergen, Arist. rhet. 1.12, Rhett.

Russian (Dvoretsky)

κρύψις: εως ἡ (дор. acc. pl. κρύψιας)
1 скрывание, сокрытие, прятание: κρύψει σὺ κρύψιν, ἥν σε κρυφθῆναι χρεών Eur. спрячься так, как ты должен спрятаться;
2 исчезновение, иссякание (ὕδατος Plut.);
3 затмение (ἡλίου Plut.);
4 рит. искусство скрывать свою основную мысль Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κρύψις: -εως, ἡ, (κρύπτω) ἀπόκρυψις, «κρύψιμον», κρύπτεσθαι κρύψιν Εὐρ. Βάκχ. 953· ἀντίθετ. τῷ φάσις, ἐπὶ ἀστέρων, ἐπισκίασις, ἔκλειψις, Τίμ. Λοκρ. 97Β· ἐξαφάνισις, Πλούτ. 2. 366D. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ κρύψις εἶναι μέθοδος δι’ ἧς νὰ ἀποκρύπτῃ τις τὸν σκοπὸν καὶ τὰς βλέψεις αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8· πρβλ. κρύπτω Ι. 5, καὶ κρυπτικός.

Greek Monolingual

κρύψις, ἡ (Α) κρύπτω
1. κρύψιμο, απόκρυψη («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών», Ευρ.)
2. (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα σελήνη) επικάλυψη, δύση ή έκλειψη
3. (ρητ.) η απόκρυψη του σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο
4. μυστήριο
5. φρ. «κρύψις τῶν ἐπιμηνίων» — αναστολή τών εμμήνων.

Greek Monotonic

κρύψις: -εως, ἡ (κρύπ-τω), κρύψιμο, απόκρυψη, συγκάλυψη, σε Ευρ.· η τέχνη της απόκρυψης στη Ρητορική, σε Αριστ.

Middle Liddell

κρύψις, εως κρύπτω
a hiding, concealment, Eur.: — the art of concealing, Arist.