3,274,313
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διερέσσω''': μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258. | |lstext='''διερέσσω''': μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> ramer à travers;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> agiter comme des rames.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐρέσσω]]. | |||
}} | }} |