3,277,121
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεωτερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Θουκ. 4. 51· ([[νεώτερος]] ΙΙ)· ― ἐπιχειρῶ μεταβολάς, νεωτερισμούς, καινοτομῶ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, [[συχν]]. μετ’ ἀορ. ἀντωνυμ., μὴ [[σφῷν]] πέρι ν. μηδὲν Θουκ. 1. 58· ἔς τινα ν. τι ὁ αὐτὸς 4. 51· ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον ὁ αὐτ. 2. 3, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Δημ. 664. 9· ν. [[περί]] τινα Ἰσοκρ. 423Α· περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν Πλάτ. Ρητ. 424Β· ἐν ταῖς παιδιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C. 2) μεταβ., καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι [[τοὐναντίον]] μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, διὰ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας ἐπενήργουν ἐπὶ τῶν σωμάτων [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἐπέφερον ἀσθένειαν, Θουκ. 7. 87. ΙΙ. ἐπιχειρῶ πολιτικὰς μεταβολάς, [[διεγείρω]] στάσιν, [[στασιάζω]], Λατ. res novas tentare, νεωτερίζειν συμφέρει τοῖς ἀτυχοῦσιν Ἀντιφῶν 120. 12· πρὸς τοὺς συμμάχους νεωτερίζοντας Θουκ. 1. 97, πρβλ. 102· ν. ἔργῳ ὁ αὐτ. 3. 66· νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ [[πλῆθος]] Λυσ. 159. 26· πρβλ. Θουκ. 4. 51· ν. [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 424Β· ἔν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C τὸ νεωτερίζον, ἡ στασιάζουσα μερὶς τῶν πολιτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 2· ν. τὴν πολιτείαν, [[ἐγείρω]] στάσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, Θουκ. 1. 115. ― Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 8. 73, πρβλ. 4. 76. | |lstext='''νεωτερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Θουκ. 4. 51· ([[νεώτερος]] ΙΙ)· ― ἐπιχειρῶ μεταβολάς, νεωτερισμούς, καινοτομῶ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, [[συχν]]. μετ’ ἀορ. ἀντωνυμ., μὴ [[σφῷν]] πέρι ν. μηδὲν Θουκ. 1. 58· ἔς τινα ν. τι ὁ αὐτὸς 4. 51· ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον ὁ αὐτ. 2. 3, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Δημ. 664. 9· ν. [[περί]] τινα Ἰσοκρ. 423Α· περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν Πλάτ. Ρητ. 424Β· ἐν ταῖς παιδιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C. 2) μεταβ., καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι [[τοὐναντίον]] μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, διὰ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας ἐπενήργουν ἐπὶ τῶν σωμάτων [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἐπέφερον ἀσθένειαν, Θουκ. 7. 87. ΙΙ. ἐπιχειρῶ πολιτικὰς μεταβολάς, [[διεγείρω]] στάσιν, [[στασιάζω]], Λατ. res novas tentare, νεωτερίζειν συμφέρει τοῖς ἀτυχοῦσιν Ἀντιφῶν 120. 12· πρὸς τοὺς συμμάχους νεωτερίζοντας Θουκ. 1. 97, πρβλ. 102· ν. ἔργῳ ὁ αὐτ. 3. 66· νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ [[πλῆθος]] Λυσ. 159. 26· πρβλ. Θουκ. 4. 51· ν. [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 424Β· ἔν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C τὸ νεωτερίζον, ἡ στασιάζουσα μερὶς τῶν πολιτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 2· ν. τὴν πολιτείαν, [[ἐγείρω]] στάσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, Θουκ. 1. 115. ― Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 8. 73, πρβλ. 4. 76. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> νεωτεριῶ, <i>ao.</i> ἐνεωτέρισα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> innover : [[πρός]] τινα à l’égard de qqn ; [[περί]] τινος au sujet de qqn ; <i>particul.</i> tenter <i>ou</i> faire une révolution;<br /><b>II.</b> avec un acc. :<br /><b>1</b> diriger d’une nouvelle manière;<br /><b>2</b> affecter d’une nouvelle manière.<br />'''Étymologie:''' [[νεώτερος]]. | |||
}} | }} |