Anonymous

νεωτερίζω: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> νεωτεριῶ, <i>ao.</i> ἐνεωτέρισα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> innover : [[πρός]] τινα à l’égard de qqn ; [[περί]] τινος au sujet de qqn ; <i>particul.</i> tenter <i>ou</i> faire une révolution;<br /><b>II.</b> avec un acc. :<br /><b>1</b> diriger d’une nouvelle manière;<br /><b>2</b> affecter d’une nouvelle manière.<br />'''Étymologie:''' [[νεώτερος]].
|btext=<i>f.</i> νεωτεριῶ, <i>ao.</i> ἐνεωτέρισα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> innover : [[πρός]] τινα à l’égard de qqn ; [[περί]] τινος au sujet de qqn ; <i>particul.</i> tenter <i>ou</i> faire une révolution;<br /><b>II.</b> avec un acc. :<br /><b>1</b> diriger d’une nouvelle manière;<br /><b>2</b> affecter d’une nouvelle manière.<br />'''Étymologie:''' [[νεώτερος]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νεωτερίζω]]) [[νεώτερος]]<br />[[επιχειρώ]] [[κάτι]] το καινούργιο, [[επιφέρω]] νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασπάζομαι]] νεώτερες αντιλήψεις [[γύρω]] από ένα [[ζήτημα]], [[εγκολπώνομαι]] νέα συστήματα, [[μοντερνίζω]], [[καινοτομώ]], [[ακολουθώ]] νέο τρόπο ζωής ή σκέψης σε έναν ή περισσότερους τομείς («νεωτερίζει στον τρόπο της διδασκαλίας του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>νεωτερίζομαι</i><br />[[μιμούμαι]] τους νέους ανθρώπους ως [[προς]] τον τρόπο συμπεριφοράς, [[συμπεριφέρομαι]] με νεανική [[ελαφρότητα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ νεωτερίζον</i><br />το επαναστατικό [[κόμμα]], η [[μερίδα]] τών πολιτών που παίρνει [[μέρος]] σε στασιαστικές κινήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για απότομες μεταβολές θερμοκρασίας) [[επενεργώ]] δυσμενώς εις [[βάρος]] της υγείας («καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι [[τοὐναντίον]] μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] βίαια [[μέτρα]] προκειμένου να πετύχω κάποια [[αλλαγή]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[κάνω]] διαρρυθμίσεις ή διακανονισμούς με εξουσιαστικό τρόπο («μηδενὸς νεωτεριζομένου [[μέχρι]] τῆς παρ' ἐμοὶ κρίσεως», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[νεωτερίζω]] τὴν πολιτείαν» — [[επιχειρώ]], με [[στάση]], [[πολιτική]] [[μεταβολή]], [[ανατρέπω]] την [[καθεστηκυία]] [[πολιτική]] [[τάξη]] («νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}