Anonymous

μίγα: Difference between revisions

From LSJ
136 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίγα''': [ῐ], Ἐπίρρ. [[μεμιγμένως]], [[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπον, [[μεμιγμένως]] [[μετὰ]] κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· [[μίγα]] τῷδε σὺν ἀνδρί, [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.
|lstext='''μίγα''': [ῐ], Ἐπίρρ. [[μεμιγμένως]], [[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπον, [[μεμιγμένως]] [[μετὰ]] κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· [[μίγα]] τῷδε σὺν ἀνδρί, [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.<br />'''Étymologie:''' v. [[μίγνυμι]].
}}
}}