μίγα
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
[ῐ], Adv. mixed, blent with, κωκυτῷ Pi.P.4.113; μ. θηλυτέρῃσιν A.R.4.1345; μ. τῷδε σὺν ἀνδρί together with... Epigr.Gr.386 (Apamea Cibotus).
German (Pape)
[Seite 182] gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.
Étymologie: v. μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
μίγα: (ῐ) praep. cum dat. (в смешении) с (μ. κωκυτῷ γυναικῶν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μίγα: [ῐ], Ἐπίρρ. μεμιγμένως, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον, μεμιγμένως μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· μίγα τῷδε σὺν ἀνδρί, ὁμοῦ μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.
English (Slater)
μῐγᾰ mixed with prep. c. dat. “κᾶδος θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113)
Greek Monolingual
μίγα (Α)
επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ- του μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -α].
Greek Monotonic
μίγα: [ῐ], επίρρ., σε μείξη με, με δοτ., σε Πίνδ.
Middle Liddell
mixed with, c. dat., Pind.