Anonymous

ἐγκακέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκᾰκέω''': κακῶς φέρομαι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἐνεκάκησαν τὸ πέμπειν, κακῶς ποιοῦντες παρέλειψαν νὰ πέμψωσι, Πολύβ. 4. 19, 10· [[συχνάκις]] ἐν τῇ Καιν. Διαθ.· πρβλ. [[ἐκκακέω]].
|lstext='''ἐγκᾰκέω''': κακῶς φέρομαι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἐνεκάκησαν τὸ πέμπειν, κακῶς ποιοῦντες παρέλειψαν νὰ πέμψωσι, Πολύβ. 4. 19, 10· [[συχνάκις]] ἐν τῇ Καιν. Διαθ.· πρβλ. [[ἐκκακέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> agir mal, être en faute, commettre une négligence;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être maltraité, être dans une situation pénible ; se décourager.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κακός]].
}}
}}